Προλογικό Σημείωμα



Ο Αμπντέλ Μαμπρουκί, γάλλος αλγερινής καταγωγής και συνδικαλιστής της CGT, εργάζεται για περισσότερα από δέκα χρόνια στην Pizza Hut Γαλλίας. Ωθούμενος από την πραγματικότητα της μαζικής ανεργίας και την οικονομική κρίση των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, το καλοκαίρι του 1993 πιάνει δουλειά στην εν λόγω πολυεθνική, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα ενός εργασιακού κλάδου όπως αυτός της ταχείας εστίασης. Έχοντας από πολύ νωρίς παρατήσει το σχολείο, χωρίς πρότερη συνδικαλιστική ή πολιτική εμπειρία και με αφορμή την εκμετάλλευση και την καταπίεση που καθημερινά υφίσταται στο υποκατάστημα της Pizza Hut όπου εργάζεται, αποφασίζει να αναλάβει δράση και να συμβάλλει στην οργάνωση των πρώτων απεργιών στο χώρο του γρήγορου φαγητού, που στις αρχές του 2000 θα οδηγήσουν στην πρώτη μεγάλη από κοινού απεργία διάρκειας της Pizza Hut και των MacDonald’s στο Παρίσι.
Στο βιβλίο αυτό, ο Μαμπρουκί καταθέτει την εμπειρία της καθημερινής εκμετάλλευσης αλλά και αντίστασης, απέναντι στις σύγχρονες πολιτικές του μάνατζμεντ και τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής στον τριτογενή τομέα. Παρά τον πόλεμο που του κηρύττει ο μάνατζερ του υποκαταστήματος προκειμένου να τον εξαντλήσει και να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση, ο Μαμπρουκί αρνείται να υποκύψει στις απαιτήσεις του και μετατρέπει το χώρο της λάντζας, στον οποίο προσωρινά τον εξορίζει ώστε να τον απομονώσει, σε μέρος συζήτησης των καθημερινών προβλημάτων του με τα αφεντικά και δημιουργίας συναδελφικών σχέσεων με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Με τη μαρτυρία όμως αυτή ο Μαμπρουκί θέτει και μια σειρά από ζητήματα τα οποία, ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που τελικά δίνονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αποτυπώνουν ξεκάθαρα τα βασικά προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι όσοι και όσες επιλέγουν να αντιπαρατεθούν καθημερινά με την κυρίαρχη πλέον επισφαλή συνθήκη εργασίας. Ζητήματα που αφορούν στο πώς μπορεί να ξεκινήσει και να οργανωθεί μια δράση (απεργία, διαδήλωση) απέναντι στις μικρές και ευέλικτες μονάδες παραγωγής του τριτογενούς τομέα (μια απεργία στο χώρο του γρήγορου φαγητού για παράδειγμα πρέπει να ξεκινά από ένα συγκεκριμένο υποκατάστημα ή ταυτόχρονα από πολλά;), όπως και το πώς είναι δυνατό να συντονιστούν και να έρθουν σε άμεση επικοινωνία οι ίδιοι οι εργαζόμενοι προκειμένου να αναλάβουν δράση (μέσω των παραδοσιακών μεθόδων συνδικαλιστικής δράσης;). Ζητήματα δηλαδή που έχουν να κάνουν με τη μορφή των σχέσεων που δημιουργούνται με τα αφεντικά, με τους τρόπους που αυτά επινοούν ώστε να επιβάλουν την εργασιακή ειρήνη, όσο και μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων με δεδομένο το μεγάλο turn-over και τις συνεχείς απολύσεις. Ζητήματα που αφορούν τη σχέση με τα συνδικάτα, και συγκεκριμένα τη CGT, και τα προβλήματα που προκύπτουν για όποιον επιλέγει να παλέψει στις γραμμές τους. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση ενός αγώνα με τα ΜΜΕ και τη σχέση του με άλλους αγώνες και πολλά άλλα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κάθε σκοπιά.
Πέρα από την προσωπική του στάση και συμπεριφορά, με πλήθος παραδειγμάτων και ανεκδοτολογικό υλικό από τους χώρους δουλειάς, ο Μαμπρουκί θεωρεί αναγκαίο να αναφερθεί στις εργασιακές εμπειρίες συναδέλφων από άλλους κλάδους του τριτογενή, όσο και τις σχέσεις που έχει δημιουργήσει μαζί τους. Και αν το κάνει αυτό δεν είναι μόνο για να περιγράψει την αναδυόμενη φιγούρα του επισφαλούς εργαζόμενου, αλλά και για να δώσει, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει, «το λόγο σ’ εκείνους που δε μιλούν συχνά».
Παρά τις όποιες πολιτικές διαφωνίες μπορεί να υπάρχουν ο Μαμπρουκί ως εργάτης του τριτογενούς, ως εκμεταλλευόμενος και ως πολιτικό υποκείμενο του αγώνα, που μάλιστα έχει διαμορφωθεί και γαλουχηθεί μέσα από αυτόν, είναι ένας από εμάς. Ένας από εμάς που βιώνει καθημερινά την επισφαλή συνθήκη και τη σκλαβιά της μισθω-τής σχέσης και αγωνίζεται, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ενάντια στα νέα δεδομένα της καπιταλιστικής παραγωγής και τις στρατηγικές κινήσεις των ίδιων των αφεντικών. Με την έννοια αυτή, τα προβλήματα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό και προκύπτουν μέσα από την εμπειρία του εκεί αγώνα τα συναντήσαμε και εξακολουθούμε να τα συναντάμε μπροστά μας και εδώ, κάθε φορά μάλιστα που αποφασίζουμε να σπάσουμε τον άρρητο κώδικα σιωπής και να αντιπαλέψουμε την αυξανόμενη εκμετάλλευση και καταπίεση που καθημερινά δεχόμαστε στους χώρους δουλειάς μας.
Θεωρήσαμε σκόπιμο λοιπόν να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε το βιβλίο αυτό προκειμένου να συμβάλλουμε και εμείς στην κυκλοφορία των αγώνων εκείνων που τα τελευταία χρόνια ξεσπάνε ενάντια στην επισφάλεια, στη διάδοσή τους και την γνωστοποίησή τους πρώτα από όλα στους ίδιους τους εργαζόμενους του εργασιακού κλά-δου που αφορά πιο άμεσα και προφανώς και σε όσους και όσες αγωνίζονται ενάντια στις νέες αυτές μορφές εκμετάλλευσης. Κρίνουμε πως αποτυπώνει καλά την κατάσταση που επικρατεί όχι μόνο στο συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, αλλά γενικότερα στη σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή. Επιπλέον, αποτελεί τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ζει καθημερινά την επισφαλή συνθήκη, και όχι ενός τρίτου εξωτερικού προς αυτή, που απλώς περιγράφει μια κατάσταση χωρίς να έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειές της. Έτσι, το λόγο παίρνουν τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα και ειδικά εκείνοι και εκείνες που βιώνουν «από τα μέσα» μια κατάσταση εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Έστω κι αν η έκδοση μιας αυτοβιογραφίας επικεντρώνεται στην καταγραφή της ατομικής διαδρομής ενός εργαζόμενου, ωστόσο η συγκεκριμένη βιογραφία θεωρούμε πως μαρτυρά επαρκώς τη σύγχρονη εργασιακή συνθήκη της επισφάλειας και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην παραγωγή με τις οποίες οποιοσδήποτε εργαζόμενος, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το φύλο και την προέλευσή του, έρχεται αντιμέτωπος.
Η έκδοση αυτή για εμάς έχει ως απώτερο σκοπό να συμβάλλει στη συζήτηση πάνω στις συνθήκες εργασίας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως εργαζόμενοι στην καθημερινότητά μας, όπως και στους τρόπους αγώνα και δράσης που είναι δυνατό να αναπτυχθούν εδώ και για εμάς σήμερα. Η αποτίμηση του λόγου αυτού καθώς και των ζητημάτων που θίγει η συζήτηση αυτή, που προφανώς δεν μπορεί να γίνει εδώ, θα μας απασχολήσει ξανά και στο μέλλον.

Σ.τ.Μ.: Ο όρος του πρωτότυπου precarite έχει αποδοθεί παντού στο κείμενο, παρά τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες που αυτός παρουσιάζει, με τον όρο «επισφάλεια».


Το βιβλίο Η Γενιά της Επισφάλειας γράφτηκε σε συνεργασία με τον Thomas Lebegue, δημοσιογράφο της Libération και εκδόθηκε το 2004 από τον εκδοτικό οίκο Le Cherche-Midi. Η χρήση του είναι ελεύθερη.


Η έκδοση

Το κοινωνικό χρονικό ενός McJober

Στη μητέρα μου που μας μεγάλωσε μ’ αγάπη.
Στον πατέρα μου που πολέμησε για την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Στους αδελφούς και τις αδελφές μου για την υποστήριξή τους.
Στην Λουζ το φως μου

Το κοινωνικό χρονικό ενός McJober

Τριάντα λεπτά με το χρονόμετρο. Οι πελάτες έχουν τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι τους, ακριβώς όπως και ο μάνατζερ που δε χάνει ποτέ του την ευκαιρία να μας κάνει παρατηρήσεις ακόμα και για την παραμικρή καθυστέρηση. Κάθε βράδυ, στο κλείσιμο του καταστήματος, κάνει τους λογαριασμούς και μοιράζει τους καλούς βαθμούς: «το 95% των παραγγελιών είναι εντός του χρόνου παράδοσης. Μια χαρά παιδιά!». Ή ακόμα: «Λιγότερο από 90%! Μα τι έχετε πάθει ρε παιδιά; Αν φοβάστε το μοτοποδήλατο, δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ». Όσο για μένα, όπως και για δεκάδες χιλιάδες άλλους νέους, βρίσκομαι στο μέσο όλων αυτών, μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου λεπτού του χρονομέτρου, μεταξύ του πελάτη και του μάνατζερ. Στη γλώσσα της επιχείρησης αυτό το αποκαλούμε: ένας «πολυειδικευμένος εργαζόμενος», που έχει προσληφθεί για να αποψύχει, να ετοιμάζει, να οδηγεί, να καθαρίζει. Καλός για όλα, ή μάλλον, «καλός σε τίποτα», όπως λέει και ο μάνατζερ. Χωρίς εμένα όμως δεν έχει γρήγορη πίτσα. Τριάντα λεπτά για να παρθεί η παραγγελία, να ετοιμαστεί η πίτσα, να ψηθεί και να μεταφερθεί με κάθε καιρό. Αυτό απαιτεί ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό και μια καλή δόση από «σκληρό» μάνατζμεντ.
Από τότε που αποφάσισα να καταγγείλω έντονα και δυνατά τις συνθήκες εργασίας μας και να παλέψω δημόσια ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut, βρήκα μια εντυπωσιακή ανταπόκριση στα ΜΜΕ, στο δρόμο, στα πολιτικά κόμματα, στους αγωνιστές της αριστεράς, αλλά και ακόμα παραπέρα. Ο κόσμος ενδιαφέρεται να μάθει για το τι συμβαίνει στις κουζίνες, για το πώς μας μιλάνε, για το πόσα μας πληρώνουν. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι όπως και εγώ: νέοι, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που προορίζονται για τις ώρες αιχμής το μεσημέρι και το βράδυ και που σπάνια μένουν πάνω από ένα ή δυο χρόνια στην επιχείρηση. Στο σημείο αυτό εγώ αποτελώ εξαίρεση: πάνε τώρα περισσότερα από δέκα χρόνια που εργάζομαι στο κατάστημα διανομής του Λεβαλουά-Περέ, στο Ω-ντε-Σαιν κοντά στο Παρίσι. Δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθα τουλάχιστον ένα πράγμα: περισσότερο και από τη σάλτσα ντομάτας ή το αποψυγμένο λαρδί, το αμερικάνικο μάνατζμεντ είναι το βασικότερο συστατικό της γρήγορης πίτσας. Στο κατάστημά μου έχω ήδη δει να περνούν καμιά δεκαριά από μάνατζερς που γενικά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ξαναβολευτούν σε άλλη δουλειά στη συνέχεια. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το σύστημα να δουλεύει. Όλα εξαρτώνται από την ικανότητά τους να βάζουν τους εργαζόμενους (συχνά φοιτητές ή και επισφαλείς) υπό πίεση. Ό,τι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή προκειμένου να είναι κανείς εντός του χρόνου χωρίς όμως και να εκραγεί το εργατικό δυναμικό.
Η έκρηξη όμως έρχεται πάντα κάποια στιγμή. Πιστεύω, εκ πείρας, ότι κανένας δεν μπορεί να αντέξει αυτό το περιβάλλον για χρόνια. Στο κατάστημα του Λεβαλουά, όπως και οπουδήποτε αλλού, σπάνια βλέπουμε τις ίδιες φάτσες δυο χρόνια στη σειρά. Εκτός βέβαια από τη δικιά μου, γιατί εγώ (ακόμα) δεν έχω εκραγεί. Δεν είναι τόσο η επιθυμία που μου λείπει, η οποία υπάρχει άλλωστε σχεδόν από την πρώτη μέρα, όσο το γεγονός ότι έθεσα σε λειτουργία ένα είδος παθητικής αντίστασης. Για κάποιους απλούς λόγους καλής θέλησης και αξιοπρέπειας αρνήθηκα να προσαρμοστώ στην οποιαδήποτε παράλογη εντολή του μάνατζέρ μου. Αρνούμενος πάντοτε όλες τις πιέσεις και τις κριτικές για την υποτιθέμενη αργοπορία μου. Μετά από λίγο ήθελα να γίνω ο κόκκος της άμμου που θα έκανε την ωραία τους μηχανή να ντεραπάρει. Να είμαι αυτός που θα μείνει αντί να φύγει. Αντιστάθηκα στο turn-over, σ’ αυτή τη μέθοδο που οδηγεί στην εξουθένωση ένα τεράστιο αριθμό εργαζομένων πάνω στο καθήκον. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η αστάθεια είναι πρόβλημα των ίδιων των νέων εργαζομένων που δεν καταφέρνουν να σταθεροποιηθούν κάπου ή που κατευθύνονται προς άλλους ορίζοντες. Αυτό όμως δεν ισχύει γιατί αντίθετα το turn-over είναι το κλειδί της επιτυχίας στο χώρο της ταχείας εστίασης. Σ’ αυτό το χώρο, μετά το πέρας κάποιων μηνών ή ίσως κάποιων εβδομάδων, ο εργαζόμενος δεν είναι πια αρκετά παραγωγικός. Αυτή τη δουλειά μπορείς να την αντέξεις για ένα καλοκαίρι όσο είσαι φοιτητής, γρήγορα όμως γίνεται ανυπόφορη όταν πρόκειται να περάσεις σ’ αυτή όλη σου τη ζωή. Αυτό το ξέρουν καλά η Pizza Hut, τα McDonald’s, το Quick, η Disney και όσο βέβαια υπάρχει νέο σε ηλικία και κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό που περιμένει για δουλειά στο Γραφείο Εύρεσης Εργασίας [ΑΝΡΕ, ανάλογο του ΟΑΕΔ, Σ.τ.Μ]…
Η ιστορία της Pizza Hut είναι υποδειγματική: γιγαντιαίος συγκεντρωτισμός, αμερικανικά κεφάλαια και μια θυγατρική γαλλική εταιρία… Καμιά αμφιβολία ότι σε οικονομικό επίπεδο πρόκειται για σωστό θρίαμβο. Στη Γαλλία, η φίρμα δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση πολλών μικρών επιχειρήσεων οι οποίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πέρασαν υπό αμερικανικό έλεγχο. Η φίρμα της Pizza Hut ανήκει από τότε στον όμιλο YUM Brands, πρώτο όμιλο σε παγκόσμιο επίπεδο στο χώρο της εστίασης με 32.000 σημεία πώλησης πάνω στον πλανήτη! Και δεν είναι μόνο αυτό. Η εταιρία YUM ανήκει κι αυτή με τη σειρά της στο γαλαξία της Pepsi Co, αυτή ξέρετε με τις τόσο ωραίες σόδες. Ο βραχίονας εστίασης της Pepsi περιλαμβάνει λοιπόν την Pizza Hut, αλλά επίσης την Kentucky Fried Chicken, την Taco Bell και αρκετές άλλες αλυσίδες fast-food στις ΗΠΑ. Η εταιρία αυτή παρουσιάζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ετήσιο τζίρο της τάξης των 22,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χάρη κυρίως, στους δεκάδες χιλιάδες «πολυειδικευμένους εργαζόμενους της» που σε όλο τον πλανήτη λιώνουν στη δουλειά.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν πήρε κανείς στα σοβαρά τα προβλήματα που τίθενται από αυτό το νέο είδος εργασίας. Ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα συνδικάτα, ούτε ο νόμος. Εγώ βρίσκομαι στην πιο κατάλληλη θέση για να πω ότι η «πολυειδίκευση» και η «ταχύτητα» (οι δυο αγαπημένες λέξεις των μάνατζερς) δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις ίδιες τις συνθήκες εργασίας –με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν καταπατάτε το ίδιο το εργατικό δίκαιο. Ευτυχώς για τα αφεντικά, ο εργαζόμενος πληθυσμός στην ταχεία εστίαση δεν παρουσιάζει και πολύ διεκδικητικό προφίλ. Πρόκειται πρώτα και κύρια για φοιτητές (περίπου το 40%), για νέους προς αναζήτηση του πρώτου επάγγελματός τους, για ανέργους, για μητέρες. Για ανθρώπους δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Αναπτύσσοντας τη δραστηριότητά τους στην πλάτη αυτού του ανασφάλιστου πληθυσμού, οι φίρμες της ταχείας εστίασης έχουν πιάσει το τζακπότ.
Το σύστημα στηρίζεται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό πάνω στην παραγωγικότητα ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού. Γιατί εταιρίες όπως τα McDonald’s ή η Pizza Hut επιτρέπουν πρακτικά στον καθένα να κερδίσει λεφτά. Βέβαια, πολύ λίγα λεφτά και σίγουρα όχι αρκετά ώστε να μπορεί να ζήσει, μιας και υπάρχει αποκλειστικά και μόνο η ημιαπασχόληση (450 ευρώ το μήνα), ένα ποσό για να περνάς ίσα-ίσα το μήνα σου όσο είσαι φοιτητής και για να επιβιώνεις με το ζόρι όταν είσαι τριάντα χρονών. Για κάποιους, αυτό το είδος δουλειάς είναι το πρώτο βήμα στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας, γι’ άλλους είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν το ταμείο ανεργίας (RMI). Σήμερα, στο χώρο των διανομών, των ξενοδοχείων ή ακόμα και των τηλεφωνικών κέντρων, αυτών των μεγάλων τηλεφωνικών εγκαταστάσεων όπου επισφαλείς εργαζόμενοι απαντούν σε κλήσεις πελατών από ολόκληρο τον κόσμο, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν την εκμετάλλευση. Σ’ όλους αυτούς τους κλάδους, η μερίδα των επισφαλών εργαζομένων (των ημιαπασχολούμενων, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (CDD), των προσωρινών) αυξάνεται ραγδαία. Μόνο στην ταχεία εστίαση η αύξηση ήταν 7% για το 2001. Με 100.000 ανθρώπους σήμερα, εκ των οποίων οι περισσότεροι εργάζονται πίσω από τον πάγκο ή στην κουζίνα, ο τζίρος τετραπλασιάστηκε αυτά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια.
Για όλους αυτούς, και κυρίως για όλους εκείνους στην ταχεία εστίαση που κερδίζουν με το ζόρι το μισό του βασικού μισθού, θέλησα να κινήσω τα πράγματα. Από το 2000 αρκετές μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων αντιμετώπισαν απεργίες, όλο και πιο άγριες όλο και μεγαλύτερης διάρκειας, οι οποίες αντανακλούν ένα είδος κρίσης στην ανάπτυξη του τομέα. Προφανώς, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας δεν προόδευσαν το ίδιο γρήγορα με τους αριθμούς του τζίρου. Χρειάστηκε να περιμένουμε τις αρχές του 2001 για τα πρώτα κύματα απεργιών σε δυο εστιατόρια, των McDonald’s και της Pizza Hut του Παρισιού, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τα ΜΜΕ και το ευρύ κοινό τις συνθήκες εργασίας μας και τη διαρκή πίεση που υφίστανται οι διανομείς πίτσας και οι πωλητές χάμπουργκερ. Ο αγώνας λοιπόν, ενάντια στα McDonald’s και την Pizza Hut είναι κοινός. Υπάρχει ένας φυσικός δεσμός μεταξύ αυτών των δυο εταιριών. Μοιράζονται το ίδιο φοιτητικό εργατικό δυναμικό, τον ίδιο πυρήνα του εμπορίου, τους ίδιους μάνατζερς. Μόνο το προϊόν αλλάζει, αν και βέβαια πάλι, και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για κατεψυγμένο. Εξ’ άλλου εγώ δεν τρώω πια πίτσα διανομής όπως ούτε και χάμπουργκερ. Δεν το αντέχω από τότε που έμαθα τα «μικρά μυστικά της παραγωγής» τους.
Αυτοί οι πρώτοι αγώνες στην πορεία τους συνάντησαν και άλλους αγώνες: τους αγώνες στη Euro Disney, στο Quick, στα Maxi-Livres, στο Kiabi, στην Extrapole, εκείνους των νέων εργαζομένων με ληγμένη σύμβαση, των καμαριέρων της Accor, ακόμα και των πακιστανών μαγείρων της αλυσίδας Frog που απέργησαν το 2003. Το γεγονός ότι οι αγώνες μας δεν αποτελούν πια πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως εμείς δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. Αντιθέτως, όσο περισσότερο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο γίνεται και πιο επιτακτικό για εμάς να «ασφαλίσουμε» αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες επισφαλή επαγγέλματα. Μιλώντας γι’ αυτά και καθιστώντας τα πρόβλημα της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό είναι και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε απ’ το να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια κοινωνία αμερικάνικου τύπου, όπου κανόνας για τους νέους –ή και για τους λιγότερο νέους– θα είναι η επισφάλεια, οι ψυχολογικές πιέσεις του μάνατζερ, η εργασία σε αξιοθρήνητες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, χωρίς να αναφέρουμε τις καταχρήσεις που αφορούν τις υπερωρίες, τους μισθούς που δε λένε να ξεκολλήσουν και το συνδικαλιστικό στιγματισμό…
Για αυτό το λόγο ήθελα να γράψω το παρόν βιβλίο. Η μαρτυρία αυτή, που ελπίζω να είναι επαρκής, στον ίδιο βαθμό μ’ ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση ή με ένα άρθρο στον τύπο, φιλοδοξεί να γίνει ένα εργαλείο αγώνα και ερμηνείας. Για μένα αποτελεί επίσης ένα μέσο για να γυρίσω σελίδα μετά από δέκα χρόνια εξουθενωτικής εργασίας και αγώνα ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut.
Θέλω ν’ απευθυνθώ άμεσα στους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους της ταχείας εστίασης, που πολλοί απ’ αυτούς διστάζουν να έρθουν στο κίνημά μας. Είναι αλήθεια ότι στους αγώνες αυτούς κινδυνεύουμε συχνά να χάσουμε τη δουλειά μας. Όντας απολυμένος και επαναπροσληφθείς δυο φορές, είμαι σε θέση αυτό να το γνωρίζω καλά. Στ’ αλήθεια όμως, τι έχουμε να χάσουμε; Μήπως μια σύμβαση αορίστου χρόνου (CDI) 20 ωρών την εβδομάδα και ένα μισθό της τάξης των 450 ευρώ το μήνα; Ή μήπως τις αναξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας μας και τον μάνατζερ που απαιτεί σιωπή στις τάξεις του; Όσο πιο πολύ λοιπόν μιλάμε και διεκδικούμε, τόσο βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Ωστόσο, κατανοώ εξίσου και τον κίνδυνο να χάσουν ορισμένοι εργαζόμενοι τη δουλειά τους. Το όριο μεταξύ επισφάλειας και εξαθλίωσης είναι συχνά πολύ λεπτό. Η εργοδοσία ποντάρει σ’ αυτό γιατί μια κοινωνία σε κατάσταση μαζικής εξαθλίωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί, ενώ αντίθετα μια κοινωνία με επισφαλείς εργαζόμενους, που της κοστίζουν λίγα συμβόλαια ορισμένου χρόνου και ημιαπασχόλησης, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη και ελέγξιμη. Αυτήν ακριβώς την καινούργια και αναδυόμενη κατηγορία εργαζομένων θέλω εδώ να περιγράψω. Όχι για να εκλιπαρήσω ή για να «ξοφλήσω» το χρέος μου στ’ αμερικανικά μου αφεντικά, αλλά για να δώσω το λόγο σ’ εκείνους που δε μιλούν συχνά.

1. Πίτσα, λάντζα και συνδικαλισμός

1. Πίτσα, λάντζα και συνδικαλισμός

Έγινα συνδικαλιστής γιατί είμαι μύωπας, πολύ μύωπας. Μια πραγματική αναπηρία, μια γενετική δυσμορφία του αμφιβληστροειδούς που μ’ εξανάγκασε να εγκαταλείψω το πόστο του διανομέα και του τηλεφωνητή. Μια αρρώστια που δεν εγχειρίζεται και που δε διορθώνεται πλήρως από τα γυαλιά μου. Έχω τόση δυσκολία να δω το βάθος του δρόμου, όση και να δω μια γραπτή παραγγελία με μικρά γράμματα σε οθόνη υπολογιστή. Ήδη από το σχολείο φορούσα χοντρά γυαλιά. Επειδή όμως ήμουν πολύ ντροπαλός δεν τολμούσα να πω πως δεν έβλεπα τον πίνακα. Μπουρδουκλωνόμουνα και κανένας δεν το πρόσεχε. Τα αποτελέσματα ακολούθησαν. Στην Pizza Hut πάντα πίστευαν πως το έκανα επίτηδες… έως ότου ο γιατρός εργασίας τους το ξεκαθάρισε. Αποτέλεσμα: ο μάνατζερ του καταστήματος στο Λεβαλλουά μ’ έβαλε γρήγορα στη λάντζα. Η αποστολή μου ήταν να γεμίζω και να αδειάζω το τεράστιο πλυντήριο πιάτων που βρίσκεται σε μια γωνία του καταστήματος. Ένα αληθινό σταυροδρόμι απ’ όπου όλοι οι εργαζόμενοι περνούν, σταματούν και ξαποσταίνουν με σκοπό να πιάσουν κουβεντούλα. Η λάντζα είναι ένα μέρος σταθερό, μηχανικό που σου αφήνει χρόνο για συζήτηση με τους συναδέλφους σου. Κάθε φορά που αυτοί περνούν από τη λάντζα, μου διηγούνται τη ζωή τους, τα σχέδιά τους, τα προβλήματα με τον μάνατζερ ή ακόμα και τους λόγους που τους ώθησαν να έλθουν στην Pizza Hut.
Για μένα που ήμουν πάντα τόσο διακριτικός και που δε μιλούσα ποτέ πολύ αυτή υπήρξε και η πρώτη μου συνδικαλιστική περιπέτεια. Εδώ και χρόνια έχω δει να παρελαύνει κόσμος και κοσμάκης: «παρασκευαστές» απασχολημένοι με την προετοιμασία πίτσας, διανομείς, μάνατζερς (αυτοί οι τελευταίοι έρχονταν, βέβαια, για να μου δίνουν εντολές και όχι για να συζητήσουν), ακόμα και πελάτες που έβλεπα από τη λάντζα. Εν ολίγοις, βρισκόμουν σε μια στρατηγική θέση πράγμα που μου επέτρεπε τόσο να συνειδητοποιώ τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ολόκληρο το σύστημα, όσο και να πληροφορούμε τις ταπεινώσεις στις οποίες υπόκειντο το νέο αυτό εργατικό δυναμικό, του οποίου αυτή ήταν συχνά και η πρώτη του δουλειά και γι’ αυτό και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα.
Άρχισα λοιπόν να δίνω μικρές συμβουλές στους συναδέλφους μου, να τους ενημερώνω πάνω στα δικαιώματά τους, να τους κάνω να συνειδητοποιούν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οδηγώντας τα μοτοποδήλατα. Αυτή η ανοιχτή συνδικαλιστική πόρτα στη λάντζα δεν άρεσε καθόλου στους ανωτέρους μου. Όταν αναδείχτηκα εκπρόσωπος του προσωπικού ο μάνατζερ απαγόρευσε στην ομάδα να περνά να με βλέπει ακόμα και για να επιστρέφει τα βρώμικα πιάτα!
Για πρώτη φορά σ’ αυτό το κατάστημα υπήρχε μια μικρή γωνιά οργανωμένης, σχεδόν, αντίστασης, και το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως ποτέ μέχρι τότε η διεύθυνση δεν είχε μπει σε μπελάδες εξαιτίας ενός συνδικαλιστή. Όταν πρωτοξεκίνησα στην Pizza Hut, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), το μοναδικό συνδικάτο ικανό να εναντιωθεί πραγματικά στη διεύθυνση, ούτε καν εκπροσωπούνταν. Εγώ εκπαιδεύτηκα επί τόπου, ακούγοντας προσεκτικά τους νέους εργαζόμενους, που πολλοί απ’ αυτούς ανακάλυπταν για πρώτη φορά το μάνατζμεντ αμερικάνικου τύπου. Γι’ αυτούς ήμουν ήδη ο παλιός. Το να μείνεις περισσότερο από ένα χρόνο σε κατάστημα διανομής αποτελούσε ήδη από τότε κατόρθωμα. Όταν έλεγα λοιπόν, στους νέους εργαζόμενους ότι είμαι ήδη δυο, τρία ή τέσσερα χρόνια στην εταιρία, με κοιτούσαν μ’ ανοιχτά τα μάτια και, κατά γενική ομολογία, άκουγαν αυτά που είχα να τους πω.
Έβλεπα φοιτητές, ξένους ή μητέρες να δουλεύουν κάποιες εβδομάδες, μερικές φορές και μήνες και δεν μπορούσα να χωνέψω τον τρόπο με τον οποίο τους μιλούσε ο μάνατζερ. Και αυτοί απ’ την άλλη, με την πρόφαση ότι το πέρασμά τους από το κατάστημα δε θα διαρκούσε πάρα πολύ, τα δέχονταν όλα. Ο μάνατζερ όπως και οι εργαζόμενοι ξέρουν καλά πως τα συμβόλαια –ακόμα κι αν πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου– σπάνια ξεπερνούν τον ένα χρόνο. Οι εργαζόμενοι σπάνε και ο μάνατζερ είναι χαρούμενος που έχει τη δυνατότητα ν’ «αλλάξει» εργαζόμενους και να προσλάβει καινούργιους που δε θα δυσανασχετούν κατά τη διάρκεια του καθήκοντος. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν έχει δικαίωμα να εκδηλώνει τα συναισθήματά του. Τα συναισθήματα δε θεωρούνται παραγωγικά. Αυτή η επιβαλλόμενη σιωπή μου φαινόταν πολύ περισσότερο ακατανόητη όσο η διεύθυνση έπαιζε το χαρτί της οικειότητας. Ο μάνατζερ διοργάνωνε συχνά αγώνες ποδοσφαίρου «για να ενισχύσει την ενότητα της ομάδας». Τα Σάββατα παίζαμε στο δάσος της Μπουλόν ενάντια στο κατάστημα του Κουρμπβουά. Εν ολίγοις, ο μάνατζερ μας φέρονταν λες και ήμασταν τίποτα πιτσιρίκια. Βέβαια, μερικές φορές αναρωτιέμαι αν δεν είχε και αυτός λίγο δίκιο. Οι εργαζόμενοι στην Pizza Hut όπως και στα McDonald’s δεν ξέρουν τα δικαιώματά τους ή ακόμα χειρότερα, δε θέλουν να τα μάθουν. Οι νέοι εργαζόμενοι δεν αντέχουν να έρθουν σε σύγκρουση με τον μάνατζερ για μια μικρή ταπείνωση («Πάλι καθυστερημένος!», «Δεν αξίζεις τίποτα!», «Τσακίσου!»), ακόμα κι αν αυτή είναι επαναλαμβανόμενη. Κάτι τέτοιο τους φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένο.
Τελείωσα ρωτώντας τον μάνατζερ αν ήξερε για την ύπαρξη κανενός συνδικάτου. Απάντηση: «δεν υπάρχει παρά η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT) για τα στελέχη», έως ότου μια μέρα οι εκπρόσωποι της CGT του καταστήματος της Μπουλόν, ακριβώς δίπλα από το δικό μας, πέρασαν και από τη δική μας μονάδα. Ήταν το 1996. Έκαναν απεργία κι ερχόντουσαν μόνο και μόνο για να στήσουν το συνδικάτο προκειμένου να υπερασπιστούν έναν από τους συναδέλφους τους που είχε απολυθεί για κλοπή. Για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σ’ αυτή την καταχρηστική απόλυση οι εργαζόμενοι της Μπουλόν προετοίμασαν μια διαδήλωση μπροστά στην έδρα της εταιρείας Pizza Hut, πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα σε όλες τις εταιρείες της περιοχής. Πήρα από περιέργεια την προκήρυξή τους και αποφάσισα να καλέσω τον αριθμό τηλεφώνου που αναγραφόταν για να συμμετάσχω στη διαδήλωση. Πήγα με δυο άλλους εργαζόμενους του καταστήματός μου. Ήταν η πρώτη διαδήλωση της ζωής μου. Έφτασα πρωτύτερα στην έδρα της Pizza Hut, που βρισκόταν χαμένη σε μια από τις πολλές βιομηχανικές ζώνες που υπάρχουν γύρω απ’ το Παρίσι. Από μακριά, δε βλέπαμε παρά μόνο τις κόκκινες σημαίες της CGT. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση. Υπήρχε επίσης και το κομμουνιστικό κόμμα και θυμάμαι πως εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να θέλει μια πολιτική παράταξη από μια εσωτερική υπόθεση της Pizza Hut. Η διαδήλωση ήταν οργανωμένη από την ένωση της CGT της περιοχής του Ω-ντε-Σαιν με την υποστήριξη της ομοσπονδίας Εμπορίου. Ήμασταν καμιά πενηνταριά. Για πρώτο βήμα όμως ήταν μάλλον επιτυχές. Ένας υπεύθυνος του προσωπικού ήρθε και εμείς του ζητήσαμε να δούμε τον γενικό διευθυντή για να πετύχουμε την επαναπρόσληψη του απολυμένου συναδέλφου. Ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων μας απάντησε γραπτώς: «Κανένας ποτέ κομμουνιστής δε θα επιστρέψει στην Pizza Hut!». Εγώ δεν ήξερα ούτε καν τι ήθελε να πει με εκείνο το «κομμουνιστής». Είχα ακούσει βέβαια να μιλούν για τον Ζωρζ Μαρσέ [Georges Marchais: Γενικός γραμματέας του ΚΚΓ από το 1972 έως το 1994 και ευρύτερα γνωστός από την έντονη πολεμική του κατά του γαλλικού Μάη. Σ.τ.Μ.], αλλά τι εννοούσε…;
Ο πρώτος εκπρόσωπος της CGT στην επιχείρηση ήταν ένας αλγερινός φοιτητής, ο Λαήντ. Ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα και είχε αληθινή πολιτική συνείδηση. Εγώ μπροστά του ήμουν ένα τίποτα. Η καθημερινή πίεση όμως στη δουλειά και η περιφρόνηση από τους ανωτέρους ήταν για μένα ανυπόφορες. Όταν ξεκίνησα, ήμουν λοιπόν πίσω σε σχέση μ’ αυτόν και τους φίλους του, όλοι αλγερινοί ή μαροκινοί φοιτητές. Αυτοί πάντως και ήταν οι πρώτοι που έφεραν την CGT στην Pizza Hut.
Μετά από αυτήν την πρώτη διαδήλωση μπροστά στην έδρα της Pizza Hut ο Λαήντ μου πρότεινε να γίνω εκπρόσωπος της CGT. Υπήρχαν, βέβαια, εργαζόμενοι με καλύτερα προσόντα από τα δικά μου, όπως ο Γιουσέφ που ήταν φοιτητής αρχιτεκτονικής. Λόγω του ότι όμως αυτός ο τελευταίος ήταν φοιτητής από ξένη χώρα, δεν ήθελε ν’ αναλάβει το ρίσκο να συνδικαλιστεί. Στην αρχή αρνήθηκα την πρόταση. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάνει τίποτα από σπουδές και δεν είμαι δεινός ρήτορας. Επειδή όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος, ο Λαήντ επέμεινε. Έτσι, ξεκίνησα χωρίς να ξέρω που πήγαινα. Εν έτει 1996, τρία χρόνια μετά την άφιξή μου, έγινα λοιπόν συνδικαλιστής σχεδόν κατά τύχη.
Η μέθοδός μου δεν είχε σε τίποτα να κάνει με τη δική του: λιγότερα λόγια, λιγότερη ιδεολογία και περισσότερο σχέσεις εξουσίας. Κι έπειτα έχω την τύχη να είμαι Γάλλος κι έτσι δεν είμαι θύμα των εκβιασμών που η διεύθυνση επέβαλε στον Λαήντ που του ζητούσε κάρτα εργασίας. Θυμάμαι μια συνομιλία κατά την ετήσια διαπραγμάτευση για τους μισθούς. Οι άνθρωποι της διεύθυνσης έκαναν τον κύκλο των εκπροσώπων και με ευγένεια έλεγαν: «Σε λίγο λοιπόν θα επιστρέψετε στις χώρες σας; Τι κρίμα. Κι εσείς το ίδιο;». Κι εγώ τους απάντησα: «Όχι εγώ είμαι Γάλλος. Θα μείνω για πάντα». Κι έτσι είμαι πάντα εδώ.
Όσο για τον Λαήντ παραιτήθηκε από την Pizza Hut το 2000 και σήμερα είναι κλητήρας, αλλά έχει ν’ αντιμετωπίσει τη διαδικασία απέλασής του από τη χώρα. Έχασε τα δικαιώματα που είχε ως ξένος φοιτητής και οι γαλλικές αρχές δε θέλουν να του ανανεώσουν την κάρτα παραμονής του, παρόλο που η γυναίκα του ήρθε στη Γαλλία. Με τις λιγοστές μου γνωριμίες μέσα στο συνδικαλισμό, προσπάθησα να τον βοηθήσω στα πρώτα του βήματα.
Όταν έφυγε λοιπόν ο Λαήντ βρέθηκα επικεφαλής του συνδικαλιστικού τμήματος της CGT στα καταστήματα διανομής της Pizza Hut στο Ιλ-ντε-Φράνς. Το πρώτο μου καθήκον ήταν να ετοιμάσω τις εσωτερικές εκλογές. Στον πρώτο γύρο η CGT τέθηκε επικεφαλής μπροστά από την CFDT και την «Εργατική Εξουσία» (FO). Στο δεύτερο όμως γύρο εμφανίστηκε από το πουθενά μια λίστα, υποτίθεται «ανεξάρτητη», που αποτελούνταν από φιλόδοξους μάνατζερς και εργαζόμενους στους οποίους είχαν υποσχεθεί ότι θα εκλέγονταν. Ορισμένοι εργαζόμενοι έλεγαν πως θα ψηφίσουν την «επίσημη» αυτή λίστα –την οποία μεταξύ μας μετονομάσαμε σε «λίστα των εξαρτημένων»– και θα είχαν εισιτήρια για το σινεμά από την επιτροπή της επιχείρησης καθώς και ένα σωρό μικρο-προνόμια. Κι αυτό έπιασε, γιατί αυτή η λίστα έλαβε την πλειοψηφία των ψήφων. Η μάχη ήταν άνιση. Εγώ δεν μπορούσα να βρω ανθρώπους απ’ όλα τα καταστήματα για να προσχωρήσουν στην CGT, ενώ γι’ αυτούς ήταν πανεύκολο να διαλέξουν εκπρόσωπο. Τελικά όμως τα καταφέραμε να έχουμε εκπροσώπους του προσωπικού καθώς και εκλεγμένους στην επιτροπή της επιχείρησης. Έτσι, ξεκίνησα για πρώτη φορά με τις αρχές του κοινωνικού διαλόγου. Η φήμη μου ήταν ήδη κακή, διότι μετά τις εκλογές συμμετείχα σε πολλές στάσεις εργασίας καταγγέλλοντας τις συνθήκες εργασίας μας.
Μερικές εβδομάδες αργότερα η διεύθυνση ξεκίνησε δικαστικό αγώνα εναντίον μου, τον πρώτο μιας μεγάλης σειράς. Το επιχείρημά της ήταν πως η επιχείρηση απασχολούσε λιγότερους από 1000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, το οποίο είναι και το κατώτατο όριο για να υπάρχει και δεύτερος συνδικαλιστικός εκπρόσωπος. Από δικαστήριο σε δικαστήριο η υπόθεση έφτασε μετά από δεκαοχτώ μήνες στο εφετείο, το οποίο με δικαίωσε για τον απλούστατο λόγο ότι η επιχείρηση αρνήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο τα σχετικά έγγραφα που αποδείκνυαν τον αληθινό αριθμό του δυναμικού της. Δύσκολο ν’ αποδείξεις ότι τα καταστήματα διανομής στο Ιλ-ντε-Φρανς απασχολούν λιγότερα από 1000 άτομα. Η Pizza Hut κρατάει πάντα αυτή τη λειτουργία της πολύ μυστική. Πρέπει συνεχώς ν’ αγωνίζεσαι για ν’ αποκτήσεις τα σχετικά έγγραφα ακόμα και μέσα στην επιτροπή της επιχείρησης. Γιατί τίποτα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει ή να πέσει στα χέρια ακόμα και του ίδιου του δικαστή.
Έτσι κι αλλιώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν ένιωθα και πολύ νόμιμος, μιας και η εκλογή μου δεν ήταν αναγνωρισμένη. Σ’ όλη την επίσημη αλληλογραφία η διεύθυνση μ’ είχε κατατάξει ως εκπρόσωπο «υπό καθεστώς αμφισβήτησης». Είχα την εντύπωση πως ήμουν ένας αντικαταστάτης, απειλούμενος κάθε στιγμή με απόλυση. Δεν τολμούσα ακόμα και να μιλήσω στις συγκεντρώσεις.
Ωστόσο, έμαθα να ανοίγω τη συζήτηση και να μιλώ με τη διεύθυνση. Γι’ αυτό εξάλλου έγινα και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος. Για να έχω μπροστά μου τους ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις. Πρώτα, όταν είχαμε ένα πρόβλημα στο κατάστημα πήγαινα να δω τον βοηθό που μ’ έστελνε να πάω να μιλήσω στον μάνατζερ. Ο μάνατζερ μ’ έστελνε στον επόπτη και ο επόπτης στη διεύθυνση. Όλοι ήθελαν να με ξεφορτωθούν. Εξ’ ου κι αυτή η πλήρης έλλειψη επαφής με τους εργαζόμενους, μιας και κανείς δεν είναι αληθινά υπεύθυνος, εκτός από τη γενική διεύθυνση. Και για να μιλήσεις στη διεύθυνση πρέπει να έχεις εντολή.
Μια εντολή που η διεύθυνση έκανε τα πάντα για να τη σαμποτάρει. Ακόμα κι όταν έχασε ενώπιον της δικαιοσύνης, οι απόπειρες αποσταθεροποίησης εκ των έσω δε σταμάτησαν. Με μεταχειρίζονταν λες και ήμουν λεπρός. Για να μας ξεχωρίσουν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «κομμουνιστές». Σα να βρίσκονταν πίσω μου τα φαντάσματα του κόκκινου στρατού! Κι όλα αυτά σε μένα που δεν ήξερα καν την ιστορία του κομμουνισμού.
Θέλετε ένα παράδειγμα συνδικαλιστικού στιγματισμού εναντίον μου; Μόλις που είχα εκλεγεί εκπρόσωπος του προσωπικού, ο μάνατζερ μου πρότεινε να είμαι «υπεύθυνος των προϊόντων συντήρησης» και μου έδωσε το κλειδί του «δωματίου των νεκρών». Έτσι έχουμε ονομάσει το μικρό μουχλιασμένο χώρο που βρίσκεται κοντά στ’ αποδυτήρια όπου βάζουμε τα κράνη, τ’ απορρυπαντικά και τα προϊόντα που δεν είναι γι’ άμεση κατανάλωση. Πρόκειται για ένα ψυχρό χώρο αποθήκευσης με παράξενη μυρωδιά. Ο μάνατζερ έπαιζε το κεφάλι μου. Ως απάντηση του ζήτησα ένα πριμ γι’ αυτό το ωραίο πόστο, αλλά αυτό δεν του άρεσε ούτε καν σαν αστείο.
Μια μέρα ο μάνατζερ ήθελε να με κάνει να σπάσω μια και καλή. Βρισκόμασταν στο αποκορύφωμα της rush [ώρας αιχμής, Σ.τ.Μ.] και όλοι έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο κατάστημα. Ξαφνικά λοιπόν με σταματάει:
Αμπντέλ, να μου καθαρίσεις όλο το μαγαζί από το πάτωμα ως το ταβάνι!
-Μόνος;
-Ναι, άντε.
Δεν το πίστευα. Ήταν η τιμωρία μου και μάλιστα δημόσια. Του απάντησα:
-Θέλεις στ’ αλήθεια να κάνω και το ταβάνι;
-Ναι.
Τοποθέτησα το σκαμπό μπροστά από την έξοδο του φούρνου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μια εργαζόμενη πήγε να δει τον μάνατζερ για να του πει ότι δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο. Αυτός τσακίστηκε κι ήρθε νευριασμένος και μου είπε:
-Τι κάνεις;
-Εεε… Μου είπες να καθαρίσω και καθαρίζω.
-Καλά λοιπόν, άντε γύρνα στη λάντζα… Άντε, άντε! Κι άσε με ήσυχο.
Μικρή νίκη ενάντια στο σύστημα. Δεν μπορούν να μου ζητούν ό,τι να ‘ναι. Μετά από κάποιες εβδομάδες ο μάνατζερ είχε καταλάβει πώς λειτουργούσα. Κι αυτό απέδωσε: «Σε παρακαλώ Αμπντέλ μπορείς να μου κάνεις αυτό;» Πήγαινε μάλιστα και μου έγραφε σ’ έναν πίνακα τον αριθμό και το είδος της ζύμης για πίτσα που έπρεπε ν’ αποψύξω την ημέρα. Πολύ παιδαγωγικό.
Το μαστίγιο δε δούλεψε, έτσι δοκίμασαν το καρότο. Πίστεψαν ότι έκανα συνδικαλισμό για προσωπικό συμφέρον. Έτσι μ’ ανακήρυξαν –χωρίς πλάκα– «εργαζόμενο του μήνα». Το όνομά μου ήταν γραμμένο στον πίνακα υπηρεσιών δίπλα από το βεστιάριο. Στο μέρος αυτό εμείς είχαμε τη συνήθεια να ξαναπερνάμε μόλις έλειπε ο μάνατζερ προκειμένου να σημειώσουμε το «γλείφτη του μήνα», «τον απομυζητήρα του μήνα» και γι’ αυτό ήταν πολύ γελοίο για μένα να δω τ’ όνομά μου γραμμένο εκεί. Παρόλα αυτά, δεν είχα δουλέψει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Τίποτα δεν είχα αλλάξει στο ρυθμό μου. Αυτοί όμως εκτίμησαν ότι είχα δικαίωμα στο κάτι τις παραπάνω: ένα κουπόνι αγοράς για τα πολυκαταστήματα FNAC αξίας 20 ευρώ. Το εκμεταλλεύτηκα για ν’ αγοράσω ένα διπλό CD, πράγμα όμως που δε σημαίνει πως μ’ είχαν και στο χέρι τους.
Δεν παραιτούμουν από τη δουλειά του συνδικαλιστή: να γυρίζω τα καταστήματα, να πηγαίνω να συναντάω άλλους εργαζόμενους. Αν δεν κάνουμε αυτή την προσπάθεια (και γνωρίζω πολλούς συνδικαλιστές, συμπεριλαμβανομένων και όσων ανήκουν στη CGT, που δεν αφήνουν με τίποτα το γραφείο τους) η δουλειά των διαπραγματεύσεων είναι άχρηστη. Η βάση είναι εκείνη που μιλάει και εμείς προσπαθούμε να μεταδώσουμε αυτά που λέει στη διεύθυνση. Η μέθοδος είναι πάντα η ίδια: καταφτάνουμε απρόσμενα στα καταστήματα για να αναρτήσουμε τις προκηρύξεις μας σε συνδικαλιστικά πανό. Συχνά, οι προκηρύξεις εξαφανίζονται μετά το πέρασμά μας. Ο μάνατζερ ξαγρυπνά πάνω απ’ τους στρατιώτες του. Μόλις ένας συνδικαλιστής καταφτάσει στο κατάστημα, ο μάνατζερ τηλεφωνεί στον επόπτη ή στη διεύθυνση ανθρωπίνων πόρων, την οποία, μεταξύ μας, έχουμε μετονομάσει διεύθυνση απάνθρωπων πόρων! Στην πραγματικότητα οι μάνατζερς έχουν εντολή να μεταβιβάζουν οτιδήποτε συμβαίνει στο κατάστημα. Στη γλώσσα της Pizza Hut αυτό ονομάζεται feed-back. Μ’ άλλα λόγια, η γενική διεύθυνση ενημερώνεται και για τις παραμικρές μετακινήσεις μας.
Σήμερα, χάρη στις περιοδείες μου, γνωρίζω τα περισσότερα από τα 63 καταστήματα διανομής στο Ιλ-ντε-Φρανς. Πρέπει να τα επισκέπτεσαι τακτικά ακόμα και αν πρέπει να πας σε τρεις ή τέσσερις προαστιακές πόλεις στο ίδιο βράδυ, πρέπει να είσαι διατεθειμένος από την ίδια σου τη θητεία ν’ αφιερώσεις όλο σου το χρόνο. Πράγμα που είναι η περίπτωσή μου. Μιλώντας με τους εργαζόμενους κατάλαβα ότι αυτό που συμβαίνει στο κατάστημα του Λεβαλουά αναπαράγεται παντού. Για να το ξέρεις όμως πρέπει να πας να βγάλεις λόγο ακόμα και στο κέντρο των καταστημάτων διανομής και να κάνεις τους εργαζόμενους να μιλήσουν. Πώς να επιλέξεις σε ποιο κατάστημα να πας; Συχνά είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που μας καλούν για να επισημάνουν προβλήματα ασφάλειας ή για να καταγγείλουν συγκρούσεις με τον υπεύθυνο. Ή ακόμα ρίχνω μια ματιά στην ταξινόμηση των CHAMPS που έχει τεθεί από την Pizza Hut για να αξιολογεί τις επιδόσεις των ιδιοκτητών. Τα αρχικά CHAMPS σημαίνουν:
Cleanliness (Καθαριότητα)
Hospitality (Υποδοχή)
Accuracy (Ακρίβεια εντολής)
Maintenance (Συντήρηση)
Product (Ποιότητα προϊόντος)
Speed (Ταχύτητα)
Θα προσέξατε πως οι συνθήκες εργασίας δεν αποτελούν μέρος των ποιοτικών κριτηρίων που έχουν επιλεγεί από τη διεύθυνση. Μ’ αυτήν την ταξινόμηση όμως ξέρει μ’ ακρίβεια ποιο είναι το πιο αποδοτικό κατάστημα. Αυτό είναι συνήθως εκείνο που πάω να επισκεφθώ. Αυτή η ταξινόμηση χρησιμεύει επίσης στο να διατηρεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των μάνατζερς. Στους τελευταίους στη λίστα τραβούν τ’ αυτί και αυτοί επιστρέφουν στο κατάστημα συνήθως εκνευρισμένοι μετά από την ετήσια συνέλευση στην έδρα της επιχείρησης. Και ποιος την πληρώνει μετά; Ασφαλώς, οι εργαζόμενοι. Επομένως όταν φτάνω στα καταστήματα, βαθμολογημένα θετικά ή αρνητικά, για να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν νόμοι, ότι υπάρχει η επιθεώρηση εργασίας καθώς και πως οι εκπρόσωποι έχουν δικαίωμα σε ώρες εκπροσώπησης (ναι, ναι!), πρόκειται για μια μικρή επανάσταση.
Στην αρχή, όταν καταφθάναμε στα καταστήματα με τις προκηρύξεις ανά χείρας, οι μάνατζερς καλούσαν την αστυνομία. Οι αστυνόμοι όμως δεν μπορούσαν παρά να διαπιστώσουν πως είμαστε συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι, κι έτσι έφευγαν. Προφανώς, αυτό άναβε λίγο τα αίματα. Ένα βράδυ στο κατάστημα του Μαλακόφ, ένας βοηθός έβγαλε ένα μαχαίρι για να μας εμποδίσει να μπούμε στο κατάστημα: «Βγείτε έξω!» μας είπε. Κοίταξε τις πινακίδες του φορτηγού μας, που μας είχαν δανείσει από τη CGT, και μας είπε: «Είμαι κορσικανός! Αν δε βγείτε έξω θ’ ανατινάξω το φορτηγό σας!» Μια συμπεριφορά που έχει να πει πολλά για την πίεση που ασκεί η διεύθυνση πάνω στους μάνατζερς και τις σχέσεις τους με τα συνδικάτα. Επειδή όμως ήμασταν περισσότεροι απ’ αυτόν μπήκαμε τελικά στη μονάδα διανομής του.
Η στρατηγική μας είναι να καταφθάνουμε τέσσερις ή πέντε το λιγότερο. Αν πάμε μόνοι μας, ο μάνατζερ δε σταματά να μας παρακολουθεί μέσα στο κατάστημα και οι εργαζόμενοι δεν τολμούν να μας εμπιστευτούν. Γνωρίζω έναν μάνατζερ που χρησιμοποιούσε μια ειδική τακτική: κάθε φορά που μ’ έβλεπε να καταφτάνω, στεκόταν δίπλα μου και μου μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. «Ξέρεις εγώ δεν έχω τίποτα εναντίον των συνδικάτων. Δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό το πόστο;…» Και έτσι συνέχιζε. Αποτέλεσμα; Δεν κατάφερνα να προσεγγίσω τους εργαζόμενους. Μόνο αν είμαστε τουλάχιστον πέντε η συνδικαλιστική εργασία είναι δυνατή: ένας να ασχολείται με τον μάνατζερ, ένας με τον βοηθό, ένας να μιλά με τους διανομείς έξω και δυο άλλοι να πάνε στην κουζίνα στο πίσω μέρος να μιλήσουν με τους εργαζόμενους.
Μόνο στην περίπτωση αυτή καταφέρνουμε να εκθέσουμε τις διεκδικήσεις μας: το πριμ ρίσκου για τους διανομείς, η αύξηση των μισθών, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η διανομή ρούχων και κρανών σύμφωνα με τις προδιαγραφές, κτλ. Και λίγο σεβασμό, τόσο απλά. Από κατάστημα σε κατάστημα έχω συχνά την εντύπωση πως επαναλαμβάνω όλη την ώρα τα ίδια πράγματα, σαν πολιτικός δηλαδή. Παντού οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες απαντήσεις. Οι προκηρύξεις δεν αρκούν. Πρέπει να μιλήσουμε απευθείας στους εργαζόμενους για ν’ ακουστούμε εκτός από το ν’ αποφύγουμε τον μάνατζερ.
Τελικά, ο λόγος μας άρχισε να έχει πέραση. Στα τέλη του 1996 είχα την τιμή, με όλο το βάρος της λέξης, να ξεκινήσω, στο κατάστημά μου στο Λεβαλουά, απεργία με τη βοήθεια εκπροσώπων από την Μπουλόν. Οι περισσότεροι από τους 30 εργαζόμενους –ακόμα και οι πιο «γλείφτες»– ήρθαν μαζί μου μπροστά στο κατάστημα για να διαδηλώσουν εκτός από τους δυο συναδέλφους που με είχαν ωθήσει να γίνω συνδικαλιστής! Προφανώς φοβόντουσαν μήπως και χάσουν την άδεια εργασίας τους. Εν ολίγοις, κάναμε στάση εργασίας μια Πέμπτη γύρω στις 6:30 το απόγευμα, λίγο πριν την ώρα αιχμής του απογεύματος κατά την οποία το κατάστημα πραγματοποιεί μεγάλο τζίρο. Έβρεχε λίγο. Είχα προειδοποιήσει όλους τους εργαζόμενους και δεν υπήρχαν διαρροές προς τον μάνατζερ. Γενικά τα καταφέρνω στην οργάνωση απεργιών-έκπληξη. Σ’ αντίθετη περίπτωση, ο μάνατζερ καταφέρνει να τις ματαιώσει υποσχόμενος οτιδήποτε στους εργαζόμενους. Αυτή τη φορά η έκπληξη ήταν μεγάλη. Ο βοηθός κάλεσε τον μάνατζερ, μετά ήρθε ο επόπτης και τελικά η ίδια η διεύθυνση. Γι’ αυτούς η απεργία ήταν κάτι νέο. Δεν είχαν ακόμα συνηθίσει. Καθώς δε, το κατάστημα του Λεβαλουά είχε γίνει πολύ αποδοτικό –«βγάζει πολλά δολάρια», αποκρίθηκε ένας επόπτης– όλοι τους κατέφθασαν ταχύτατα. Οι εργαζόμενοι έδειχναν χαρούμενοι∙ έβλεπαν τον μάνατζερ και τους βοηθούς να δουλεύουν στη θέση τους. Τους φώναζαν ακόμα για να κάνουν πιο γρήγορα. Όσο για τα μικρά αφεντικά, αυτά είχαν αγχωθεί γιατί τα κανονικά τους αφεντικά ήταν εκεί. Στο χρόνο της απεργίας, αναποδογυρίσαμε τους ρόλους. Οι διεκδικήσεις μας: ένα πριμ επικινδυνότητας για τους διανομείς, γάντια, παπούτσια ασφάλειας, αύξηση μισθού, ένα κουτάκι αναψυκτικό μαζί με το φαγητό, κτλ.
Θέλαμε επίσης καινούργιες στολές διότι οι δικές μας ήταν βρώμικες και μάλιστα ορισμένες είχαν σκιστεί. Η απάντηση της διεύθυνσης, που με τον καιρό άρχισε να συνηθίζει, ήταν η εξής: «Η δημόσια διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί σε λίγο καιρό με κοινωνικούς εταίρους. Αυτό είναι και το μόνο νόμιμο πλαίσιο για να συζητηθούν τέτοια ζητήματα».
Μια άλλη από τις πονηριές τους συνίστατο στο να ζητήσουν στο μάνατζερ να οργανώσει μια «σύνοδο συζήτησης», η οποία όμως ούτως ή άλλως από μόνη της δε βοηθάει σε τίποτα στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας μας. Με την πρώτη αυτή μεγάλη μας απεργία δεν κερδίσαμε βέβαια σπουδαία πράγματα. Τουλάχιστον όμως, κερδίσαμε μια βρύση για νερό και, ίσως, λίγη αξιοπρέπεια. Η πολιτική των γευμάτων δε βελτιώθηκε πολύ από τότε. Οι εργαζόμενοι της Pizza Hut είχαν για το φαγητό τους το προνόμιο να έχουν κουπόνια εστιατορίων αξίας 2,29 ευρώ… Σ’ αυτήν την τιμή έχουμε το δικαίωμα σε μια θεσπέσια πίτσα και σ’ ένα κουτάκι αναψυκτικό… που αγοράζουμε απ’ έξω! Ούτε λόγος για να φάμε επί τόπου. Στις μονάδες διανομής τίποτα δεν έχει προβλεφθεί. Στα εστιατόρια οι εργαζόμενοι τρώνε δίπλα στους πελάτες. Ακόμα και στα McDonald’s δεν τολμούν να τους υποχρεώσουν να πληρώνουν για τη μάσα τους. Ακόμα κι όταν υπάρχουν λανθασμένες παραγγελίες, δεν μπορούμε να επωφεληθούμε από αυτές. Γνωρίζω έναν μάνατζερ που ράντιζε τις απούλητες πίτσες με χλωρίνη για να μην τις τρώμε!
Μετά την κινητοποίηση, ο μάνατζερ ξέσφιξε τη μέγγενη. Μας μιλούσε καλύτερα. Βέβαια είναι αλήθεια πως μετά από μια σύγκρουση μας γλυκομιλάει για λίγο. Δεν πρόκειται όμως για τίποτα το ιδιαίτερο. Πρέπει να αναφέρουμε επίσης πως είχαμε αποφασίσει να κάνουμε στάση εργασίας για ένα απόγευμα μόνο, διότι οι διανομείς, όπως και να το κάνουμε, είχαν ανάγκη τα πουρμπουάρ τους. Μετά από αυτήν την πρώτη κινητοποίηση, με αρκετή χαρά γνωστοποίησα πως τα καταστήματα της Pizza Hut στην περιοχή του Παρισιού γνώριζαν το λιγότερο μια απεργία το χρόνο. Αυτή όμως διαρκούσε ένα ή δυο απογεύματα, όχι περισσότερο.
Ακόμα και μετά από μια πολύ σύντομη σύγκρουση οι σχέσεις γίνονται πιο ανθρώπινες. Ο μάνατζερ είναι πιο κατανοητικός ακόμα κι αν ένας εργαζόμενος φτάσει με πέντε λεπτά καθυστέρηση. Από την πλευρά του ο μάνατζερ, δεν αφαιρεί ένα δεκαπεντάλεπτο ειρήνης όπως το κάνει συνήθως. Μπορεί αυτά να είναι μικρά πράγματα, αλλά είναι όλα όσα ζητά η πλειοψηφία των εργαζομένων. Ξέρουν πως δεν πρόκειται να κερδίσουν μια περιουσία. Θέλουν μόνο να τους σέβονται. Ούτως ή άλλως δε δουλεύουν για το στρατό. Και στο στρατό όμως ακόμα έχουν καθαρές στολές…

2. H Pizza Hut κι εγώ

2. H Pizza Hut κι εγώ

Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια ακόμα θέτω στον εαυτό μου την ερώτηση: γιατί μπήκα σ’ αυτό το κατάστημα διανομής της Pizza Hut στο Λεβαλουά-Περέ; Σήμερα, μετά και από τόσα χρόνια, μπορώ να μου αναγνωρίσω «ελαφρυντικά λόγω περιστάσεων». Ήμουν 21 χρονών, είχα παρατήσει το σχολείο στη δευτέρα γυμνασίου και πήγαινα από πρακτικές ασκήσεις της πλάκας σε προσωρινές δουλειές.
Α, ναι… ο θαυμάσιος κόσμος του προσωρινού, το βασίλειο της επισφαλούς εργασίας, που με τόσο έντονο τρόπο έχει κάνει την εμφάνισή του αυτά τα τελευταία χρόνια, απασχολώντας σήμερα πάνω από 500.000 άτομα. Από την πλευρά μου, βοήθησα πολύ στο στήσιμο και στο ξεστήσιμο πάγκων στο εκθεσιακό πάρκο της πύλης των Βερσαλλιών. Έπρεπε να σηκώνομαι στις 5:30 το πρωί, επί δεκαπέντε μέρες συνεχόμενα. Μας ζητούσαν να φοράμε παπούτσια ασφάλειας που ζύγιζαν τόνους ολόκληρους, καθώς και να έχουμε μαζί μας ένα κατσαβίδι κι ένα σφυρί. Μαζί μου ήταν και πολλοί Πορτογάλοι εργάτες που, με το που έφταναν στις 6:30 το πρωί, την έπεφταν επί τόπου στην μπύρα! Εκεί συνάντησα και το πρώτο αληθινό μικρό μου αφεντικό, του οποίου ο σκοπός ήταν να μας κάνει να δουλεύουμε με τη μέγιστη ταχύτητα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. «Εμπρός, οι προσωρινοί, κάντε γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα». Σ’ αυτήν την αποστολή συνάντησα και την πρώτη μου απεργία! Για να πω την αλήθεια δεν ήμουν μέσα. Οι μισθωτοί έκαναν στάση εργασίας και μας ζήτησαν να μην πάμε να δουλέψουμε. Η απεργία όμως για έναν προσωρινό δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Αν πάρεις μέρος να ‘σαι σίγουρος πως δε θα σε ξανακαλέσουν για δουλειά. Τελικά, το αφεντικό του εργοταξίου προτίμησε οι προσωρινοί να γυρίσουν σπίτια τους για να μη φουντώσει η κατάσταση. Παρόλα αυτά όμως, πληρωθήκαμε!
Βιδώναμε, ξεβιδώναμε όλη την ημέρα σέρνοντας τα παπούτσια με τις μολύβδινες σόλες. Στο διάλειμμα για κολατσιό, έτρεχα στην καραβάνα μου. Και σχεδόν πάντα έπεφτα με τα μούτρα, όντας υπερβολικά κουρασμένος... Μια ώρα μετά, ξαναρχίζαμε μέχρι της 6 το απόγευμα. Νύχτα ήταν όταν έφευγα το πρωί και νύχτα όταν επέστρεφα. Φτάνοντας στο σπίτι των γονιών μου, έκανα ένα ντους και πήγαινα να ξαπλώσω να κοιμηθώ. Και την επόμενη μέρα το πρωί φτου κι απ’ την αρχή. Κι όλα αυτά για έναν ισχνό μισθό, μόλις λίγο πιο πάνω από το κατώτατο ωρομίσθιο (SMIC). Όταν τελειώναμε μια αποστολή επιστρέφαμε σπίτια μας και περιμέναμε το γραφείο να μας ξανακαλέσει για να μας προτείνει άλλη δουλειά.
Στην πραγματικότητα δεν είχα άλλη επιλογή γιατί είχα παρατήσει το σχολείο από πολύ νωρίς. Πριν να εγκαταλείψω τη δευτέρα γυμνασίου και πάω σε προπαρασκευαστική τάξη για τεχνικές σχολές (classe préparatoire), είχα ήδη μείνει στην ίδια τάξη τρεις φορές. Οι γονείς μου, που ήρθαν από την Αλγερία στη δεκαετία του ’50, δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν γιατί δεν είχαν πάει σε γαλλικό σχολείο. Μιλάμε πάντα αραβικά στο σπίτι. Πριν πάρει τη σύνταξή του ο πατέρας μου ήταν αποθηκάριος. Μ’ αυτή τη δουλειά στο εκθεσιακό Πάρκο είχα την εντύπωση πως ακολουθούσα τα βήματά του. Μετά απ’ αυτή την αποστολή για την οποία, προφανώς, δεν είχα τα φυσικά προσόντα, αποφάσισα να βρω κάτι άλλο. Πήγα στο πιο κοντινό Γραφείο Εύρεσης Εργασίας. Ήταν τον Ιούνιο του 1993, όλος ο κόσμος μιλούσε για την «κρίση» και για την ανεργία. Μετά από μερικές ώρες αναμονής και μερικά λεπτά συνέντευξης, έφυγα από το Γραφείο Εύρεσης Εργασίας χωρίς δουλειά. Βγαίνοντας από το γραφείο, στον ίδιο δρόμο, έπεσα πάνω στο κατάστημα διανομής της SPIZZA 30 (η φίρμα ήταν ακόμα γαλλική εκείνη την εποχή). Μια αφίσα έλεγε πως έκαναν προσλήψεις χωρίς να απαιτείται καμιά ιδιαίτερη ειδίκευση. Μου καθόταν καλά. Έτσι απλά, χωρίς να το πολυσκεφτώ, μιας και είχα ανάγκη από λεφτά, κατέθεσα το βιογραφικό μου. Η ευκαιρία ήταν πολύ καλή.
Μια εβδομάδα αργότερα, όταν οι κάτοικοι της γειτονιάς άρχιζαν να φεύγουν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ο μάνατζερ του καταστήματος με φώναξε. Χωρίς να έχουμε ούτε καν μιλήσει μου ανήγγειλε: «Ξεκινάς τη Δευτέρα στις 11:30». Ήμουν χαρούμενος διότι μου καλόπεφτε, ένας εργαζόμενος μερικής απασχόλησης με σύμβαση αορίστου χρόνου. Είναι σπάνιο πράγμα να είσαι με σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο βρίσκουν οι διευθύνοντες της ταχείας εστίασης, με επικεφαλής την McDonald’s, ένα ολόκληρο ανασφάλιστο εργατικό δυναμικό, το οποίο πιστεύει πως η σύμβαση αορίστου χρόνου είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσεις να τα βγάζεις πέρα. Κι εγώ εκείνη την εποχή αυτό πίστευα. Ήθελα να βρω μια σταθερή δουλειά για να διευκολύνω λίγο τους γονείς μου, στο σπίτι των οποίων ζούσα ακόμα.
Αποτέλεσμα: παρά τους μισθούς που εισέπραξα από την Pizza Hut (γύρω στα 5.500 ευρώ το χρόνο), μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια ζω ακόμα με τους γονείς μου. Μ’ αυτά που κερδίζω είναι αδύνατο να πληρώσω ενοίκιο, φόρους και διατροφή. Ευτυχώς για μένα, το σπίτι μας απέχει μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το κατάστημα, το οποίο έχει γίνει εδώ και καιρό το δεύτερο σπίτι μου.
Η «μονάδα διανομής» της οδού Πιέρ-Μπροσολέ στο Λεβαλουά-Περέ, είναι κρυμμένη πίσω από μια εκκλησία. Στην πραγματικότητα δεν είχα προσέξει το κατάστημα πριν μπω σ’ αυτό για να καταθέσω το βιογραφικό μου. Στη συνέχεια κατάλαβα πως τα καταστήματα διανομής δε χρειάζεται να βρίσκονται σε ορατό σημείο και να δείχνουν περιποιημένα, όπως τα εστιατόρια, και πως οποιοσδήποτε χώρος μπορεί να κάνει γι’ αυτή τη δουλειά, από τη στιγμή, βέβαια, που δεν είναι ακριβός. Αυτός εδώ ο χώρος όμως, τους κόστισε αρκετά χρήματα γιατί υποχρεώθηκαν ν’ αγοράσουν και το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου εξαιτίας του θορύβου από τα μοτοποδήλατα. Εκείνη την εποχή, αυτό το διαμέρισμα χρησίμευε ως χώρος κατοικίας για τους μάνατζερς και τους βοηθούς τους που κατάγονταν από την επαρχία και έψαχναν να βρουν κάτι καλύτερο. Και βρίσκονταν ακριβώς πάνω από τους εργαζόμενους, σε ιδανικό δηλαδή μέρος για να τους επιτηρούν.
Το σύνολο ήταν λοιπόν ό,τι έπρεπε: είχε ένα ντους και ένα βεστιάριο για άντρες και για γυναίκες χωριστά. Όταν έγινα συνδικαλιστής και ανακάλυψα και τα άλλα μαγαζιά, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν παντού έτσι. Από πλευράς υγιεινής το κατάστημα αυτό ήταν μάλλον η εξαίρεση, αλλά ο μάνατζερ έμοιαζε με όλους τους άλλους, μ’ όλα τα μικρά αφεντικά που μπόρεσα να συναντήσω στην καριέρα μου. Όταν έφτασα την πρώτη ημέρα, θέλησε από την πρώτη στιγμή να με βάλει σε τάξη: «Θα μου κάνεις τη χάρη να ξυρίζεσαι σωστά!». Είναι αλήθεια πως δεν ήμουν καλοξυρισμένος, αλλά το πράμα ξεκινούσε άσχημα. Να πρέπει ν’ αλλάξω τη φάτσα μου για να μεταφέρω πίτσες αυτό ήταν κάτι που ούτε καν μου είχε περάσει από το μυαλό. Αλλά τι να ‘κανα… δέχτηκα. Μια δουλειά, έστω και κακοπληρωμένη, κανείς δεν τη αρνείται. Γιατί όμως ν’ αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο ξυρίζομαι; Αποφάσισα λοιπόν ν’ αφήσω να φυτρώσει λίγο μούσι. Το αφεντικό λοιπόν μου έκανε ένα μικρό δώρο: ένα διχτάκι για μούσι. Παρά τις πιέσεις αρνήθηκα να βάλω το φίμωτρό τους. Ήταν η πρώτη μου ενέργεια αντίστασης.
Προφανώς, θα είχα δεχτεί αν κάτι τέτοιο το επέβαλαν λόγοι υγιεινής. Προηγουμένως όμως, θα έπρεπε να φτάσει η λογική τους σε έσχατο σημείο και να επιβάλλουν σε όλους δίχτυ για τα μαλλιά.
Γρήγορα συνειδητοποίησα πως τα επιβαλλόμενα ωράρια, δυο ώρες το μεσημέρι και τρεις το βράδυ, θ’ άλλαζαν τη ζωή μου. Όταν δουλεύεις όταν όλος ο κόσμος είναι στο τραπέζι, όταν σχολάς από το μαγαζί τα μεσάνυχτα ή στη μια ώρα τη νύχτα, στρεσαρισμένος, κουρασμένος, με τα ρούχα διαποτισμένα απ’ αυτή την υπέροχη μυρωδιά πίτσας, δεν είναι καθόλου αυτονόητη μια κοινωνική ζωή πόσο μάλλον μια κανονική ζωή. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν πως είχα ξεκινήσει τη δουλειά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μια περίοδο σχετικά ήρεμη για την ταχεία εστίαση. Τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται από το Σεπτέμβρη όταν ο μάνατζερ, που με είχε προσλάβει και μου είχε ζητήσει να ξυριστώ, επέστρεψε από τις διακοπές του. Αυτός, εν μέσω κατσαδιασμάτων και προσβλητικών παρατηρήσεων, μ’ έκανε γρήγορα να καταλάβω τη διάσημη βασική αρχή της ταχείας εστίασης: την πο-λυ-ει-δί-κευ-ση.
Πρέπει να ξέρεις να τα κάνεις όλα και γρήγορα: την «προ-» (προετοιμασία των υλικών για τις πίτσες), την «παρα» (παρασκευή πίτσας), τη διανομή και τον τηλεφωνητή. Σ’ αυτό το τελευταίο ακριβώς πόστο είναι που συνάντησα τις μεγαλύτερες δυσκολίες διότι πρέπει να πληκτρολογείς τις παραγγελίες με τη μέγιστη ταχύτητα για να τις μεταβιβάσεις σε συναδέλφους που τους έχει ανατεθεί η προετοιμασία της πίτσας. Καθώς όμως δεν έβλεπα επαρκώς για ν’ αποκωδικοποιώ τις μικρές γραμμές στην οθόνη του υπολογιστή, δεν έκανα και πολύ γρήγορα για τα δικά τους τα δεδομένα. Έτσι, είχα τον μάνατζερ στο σβέρκο μου όλη μέρα. Κάθε μέρα διέπραττα το μεγαλύτερο έγκλημα του κόσμου για το χώρο της ταχείας εστίασης: να μην τηρώ το timing. Γρήγορα αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το τηλεφωνικό κέντρο.
Έτσι ανακάλυψα την «προ-», που συνίσταται στην απόψυξη του κρέατος, της ζύμης και της μοτσαρέλα. Έβγαζα τα τρόφιμα από τον καταψύκτη όπου ήταν κατεψυγμένα για να τα βάλλω για απόψυξη στη συντήρηση. Κατόπιν, έκοβα το κρέας για να το βάλω σε σακούλες. Προετοίμαζα, επίσης, λίτρα σάλτσας ντομάτας, με ντομάτες που έπρεπε να τις κόβω ξεπλένοντας τες σε νερό και να τις ανακατεύω με χορταρικά συσκευασμένα σε σακουλάκι. Ευτυχώς τα λαχανικά δεν είναι κατεψυγμένα… μιας κι αυτά έρχονται σε κενό αέρος! Έπειτα έβαζα όλα αυτά τα τρόφιμα μέσα σε πλαστικά δοχεία που τα ονόμαζαν «γαστρονόμους». Τέλος, τα πήγαινα στους παρασκευαστές –το ωραίο όνομα που βρήκαν για να αποκαλούν τους πιτσαδόρους– ούτως ώστε να μη μένουν ποτέ χωρίς υλικά. Πρόκειται για την αρχή της ελαχιστοποίησης των αποθεμάτων. Τέλος, κόλλαγα ετικέτες ΑΚΠ: Ανάλωση Κατά Προτίμηση. Στην ταχεία εστίαση, τα προϊόντα –όπως και οι υπάλληλοι– φθείρονται με ταχύτητα με κεφαλαίο Τ.
Δούλευα λοιπόν, τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα, πέντε ημέρες την εβδομάδα, αλλά συχνά ο μάνατζερ μας ζητούσε να καθίσουμε επιπλέον ώρες. Προσοχή, «επιπλέον ώρες», δεν πάει να πει «υπερωρίες». Εκείνη την εποχή η συμφωνία με την επιχείρηση (υπογεγραμμένη από τη CFDT…) επέτρεπε στη διεύθυνση να έχει ένα μεγάλο ποσοστό «επιπρόσθετων», όπως λέγονταν, ωρών. Δηλαδή, αμειβόμενες στην ίδια τιμή με τις 20 νόμιμες ώρες. Μ’ άλλα λόγια, αν ο μάνατζερ μας ζητούσε να μείνουμε μια επιπλέον ώρα, αυτή η ώρα πληρωνόταν όπως και οι υπόλοιπες! Αυτή είναι η διαφορά με τις υπερωρίες που πληρώνονται με κάποια προσαύξηση.
Πολυειδίκευση, αυταρχικό μάνατζμεντ, συμβόλαια επιμηκυνόμενων ωραρίων… Γρήγορα κατάλαβα που είχα πέσει. Ο μάνατζέρ μου μ’ είχε προειδοποιήσει: «Αμπντέλ, ν’ αφήνεις το μυαλό σου στην είσοδο. Δε σε πληρώνουμε για να σκέφτεσαι». Ο μοναδικός σκοπός αυτής της επιχείρησης είναι ο τζίρος και η παραγωγικότητα∙ οι συνθήκες εργασίας δεν έχουν μεγάλη σημασία. Η διεύθυνση δε συνηθίζει να χάνει την ώρα της ακούγοντας μια ομάδα χαμηλόμισθων νέων (smicard). Ο πρώτος μου μάνατζερ μου επαναλάμβανε συχνά: «Δεν αξίζεις τίποτα! Μου κοστίζεις πολύ ακριβά!». Ο σκοπός του ήταν να με κάνει να σπάσω και να παραιτηθώ. Πίστευε πως θα με απομόνωνε αναθέτοντάς μου τη λάντζα. Πέρασα στην αντίσταση: μια μέρα που ο μάνατζερ και ο βοηθός του ξεπέρασαν τα όρια, πέταξα μια μηχανή στο κενό από εκνευρισμό. Αποτέλεσμα; Ο βοηθός αναγκάστηκε να φορτωθεί τη λάντζα στο κλείσιμο γιατί προφανώς έπρεπε να κλείσει τους λογαριασμούς για να τους δώσει στο μάνατζερ την επομένη. Και εγώ έφυγα γιατί είχα τελειώσει τη δουλειά μου.
Όταν ένας εργαζόμενος κριθεί πως δεν είναι αρκετά παραγωγικός παίρνει πόδι! Αυτό εξηγεί και το παράλογο turn-over στην ταχεία εστίαση. Σε κάθε επιστροφή από τις σχολικές διακοπές ανακαλύπτουμε καινούργια πρόσωπα. Από τον ένα χρόνο στον άλλο, το προσωπικό δυναμικό ορισμένων μαγαζιών αλλάζει εξ’ ολοκλήρου, συμπεριλαμβανομένου του μάνατζερ και των βοηθών του. Ακόμα κι αν είναι νέοι και χωρίς τα απαραίτητα διπλώματα, οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν πολύ γρήγορα πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπινο κρέας, ένα δηλαδή συστατικό της Pizza Hut στον ίδιο βαθμό όπως είναι το τυρί, το μοτοποδήλατο ή το κατεψυγμένο λαρδί. Όταν κριθούν πως δεν είναι αποτελεσματικοί –πολύ αργοί ή όχι αρκετά πρόθυμοι– η διεύθυνση τους πετάει.
Δυστυχώς όμως για τη διεύθυνση, ο εργατικός κώδικας δεν της επιτρέπει να κάνει ό,τι θέλει. Πρέπει λοιπόν, ν’ αναγκάζει τους εργαζόμενους ν’ αποχωρούν οικειοθελώς, κάνοντάς τους να αισθάνονται πως δεν υπάρχει πλέον χώρος γι’ αυτούς στο κατάστημα. Ο μάνατζερ στο Λεβαλουά το προσπάθησε με κάθε μέσο μαζί μου. Για μια περίοδο, μ’ εξανάγκαζε να σχολάω κάθε βράδυ στις 12, ενώ κανονικά οι εργαζόμενοι εναλλάσσονται για να μη σχολάνε συνέχεια πολύ αργά.
Δεν έσπασα όμως. Ίσως είναι θέμα χαρακτήρα. Δεν είχα καμιά διάθεση να τους κάνω την χάρη να φύγω. Θα ήταν υπερβολικά εύκολο. Λίγο-λίγο, και με τις σταδιακές αναχωρήσεις του ενός και του άλλου, έγινα ο πιο παλιός εργαζόμενος του καταστήματος. Έγινα το μαύρο πρόβατο, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον αμείλικτο κανόνα του turn-over.
Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, δε θα έπρεπε ποτέ να μ’ είχαν εξορίσει στο χώρο της λάντζας. Απ’ αυτή την προνομιούχα θέση παρατήρησης, λίγο περισσότερο απαλλαγμένη από το αδυσώπητο timing, μπόρεσα ν’ αποστασιοποιηθώ λίγο απ’ αυτά που μου συνέβαιναν. Με μια συνάδελφο που δεν άντεχε το μάνατζμεντ όπως κι εγώ, αρχίσαμε να γράφουμε προκηρύξεις πάνω στην καθημερινή μας ζωή. Για να κάνουμε τους συναδέλφους να γελάσουν και για να τους προτρέψουμε να μας μιλήσουν μοιράσαμε μια προκήρυξη με τίτλο: «Πώς να ζείτε ευτυχισμένα στην Pizza Hut; 30 προσευχές ομαδικής πίστης». Με υπότιτλο: «Να επαναλαμβάνετε, ακούραστα και καθημερινά τις ακόλουθες φράσεις έως ότου να πειστείτε ολοκληρωτικά».
Είμαι μικρότερος-η από 26 χρονών.
Είμαι εργένης ελεύθερος απ’ όλες τις υποχρεώσεις του ιδιωτικού βίου.
Λάτρεψα την ατμόσφαιρα του Λυκείου. Εδώ είναι το ίδιο, καταπληκτικά!
Μ’ αρέσει να δουλεύω «speed» κατά τη διάρκεια των «rushes».
Μ’ αρέσει να κάνω τα «closes» μέχρι τη 1 ώρα το πρωί ακόμα κι αν αύριο έχω μάθημα στις 8.
Νομίζω ότι το 35ωρο είναι ένα πράγμα που απευθύνεται από γέρους σε γέρους.
Βαριέμαι στις διακοπές, προτιμώ την Pizza Hut.
Βαριέμαι σπίτι μου, προτιμώ την Pizza Hut.
Δεν έχω προσωπική πορεία (διανοητική, πνευματιστική ή πολιτική): στην Pizza Hut περνάμε μια χαρά, δε σηκώνουμε κεφάλι, είμαστε μια μεγάλη ομάδα νέων.
Δεν έχω επαγγελματικές φιλοδοξίες είμαι ευχαριστημένος-η όπως είμαι.
Νιώθω κάθε μέρα ευγνώμων προς την Pizza Hut που μου δίνει δουλειά.
Νιώθω κάθε μέρα ευγνώμων προς την Pizza Hut που μου δίνει ένα τουλάχιστον λόγο να υπάρχω: τον τζίρο της Pizza Hut.
Δεν έχω κανένα λόγω να δημιουργήσω προβλήματα στην Pizza Hut.
Θαυμάζω την επιτυχία των μετόχων της Pizza Hut (Tricon), αλλά δεν τους ζηλεύω γιατί τα χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία.
Δε χρειάζεται να γνωρίζω πώς λειτουργεί η επιχείρηση που μ’ απασχολεί.
Δεν έχω ανάγκη από μια σταθερή δουλειά, είμαι νέος.
Μ’ αρέσει να κάνω ό,τι μου λένε ακόμα κι αν είναι αντίθετο με τις ιδέες μου.
Μ’ αρέσουν οι αερολογίες και οι αυθαιρεσίες.
Απεχθάνομαι την οργάνωση.
Ξέχασα το νόημα της λέξης «αμφισβήτηση».
Μ’ αρέσει να είμαι πάντοτε σύμφωνος.
Δε χρειάζομαι να είμαι εκπαιδευμένος-η.
Δε χρειάζομαι να είμαι ενημερωμένος-η.
Δε χρειάζομαι αύξηση κατά 10 έως 15% το χρόνο συν τη συμμετοχή στα κέρδη.
Δε χρειάζεται να ξέρω γιατί δεν αυξήθηκε ο μισθός μου.
Μ’ αρέσει ν’ αναπολώ τα κινούμενα σχέδια της παιδικής μου ηλικίας.
Μ’ αρέσει να μου μιλούν με φωνή απαλή και γλυκιά όπως της μαμάς μου, χοντρή αλλά δίκαιη όπως του μπαμπά μου.
Δεν ξέρω ότι μια μέρα, σύντομα, θα πάψω να είμαι 26 χρόνων.
Δεν ξέρω ότι μια μέρα, σύντομα, η Pizza Hut δε θα με χρειάζεται πια.
Κυρίως δε θέλω να ξέρω τίποτα, ποτέ.

Όταν ξαναδιαβάζω αυτήν την προκήρυξη σήμερα, λέω ότι συνοψίζει καλά την καθημερινή ζωή στην Pizza Hut: αυθαίρετο μάνατζμεντ, καμιά κοινωνική πολιτική και, κυρίως, ησυχία στις γραμμές μας. Το να μιλάς δημιουργεί συνεχώς καθυστερήσεις στην προετοιμασία της πίτσας. Εκείνα που είχαμε γράψει τότε παραμένουν λοιπόν πάντα επίκαιρα. Ακόμα χειρότερα, έχω την εντύπωση ότι όλο και περισσότεροι υπάλληλοι στην ταχεία εστίαση, όπως και σε άλλους τομείς, μπορούν σήμερα να ξαναεπικαλεστούν αυτές τις 30 προσευχές για να διηγηθούν την επαγγελματική τους ζωή. Αν είσαι νέος, χωρίς προσόντα, επισφαλής, ευέλικτος, πολυειδικευμένος, ανοργάνωτος, κι αν επιπλέον είσαι γιος μετανάστη… τότε καλώς όρισες στην ταχεία εστίαση!

3.Γρήγορα, πιο γρήγορα

3.Γρήγορα, πιο γρήγορα!

Α, ο διανομέας πίτσας… Χωρίς αμφιβολία, ο πιο εμβληματικός εργαζόμενος της Pizza Hut. Είναι αυτός που βλέπουμε να τρέχει γρήγορα και να φρενάρει στο κόκκινο, εκείνος που κρατά στα χέρια του τις πίτσες όταν του ανοίγετε την πόρτα, εκείνος που λέει ευχαριστώ (κατά κανόνα) όταν του δίνετε πουρμπουάρ. Είναι αυτός που αναλαμβάνει επίσης αλόγιστους κινδύνους για να μεταφέρει τις πίτσες με οποιοδήποτε καιρό και στην ώρα τους, αυτός που ο μάνατζερ κατσαδιάζει, αυτός που κάνει μόνος του τον βενζινοπώλη γεμίζοντας το μοτοποδήλατό του μπροστά στο κατάστημα και τελικά αυτός που απεργεί καμιά φορά για να λάβει ένα πριμ επικινδυνότητας, κράνος σύμφωνα με τις προδιαγραφές και κατάλληλα παπούτσια.
Ο διανομέας όμως δεν είναι ΜΟΝΟ διανομέας. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ εύκολο. Είναι πάνω απ’ όλα «πολυειδικευμένος εργαζόμενος» -η μεγάλη ανακάλυψη της ταχείας εστίασης. Λίγο καιρό πριν την άφιξή μου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν ακόμα καλά προσδιορισμένες θέσεις: διανομέας, τηλεφωνητής, πιτσαδόρος, κτλ.
Τώρα όλοι πρέπει να είναι εναλλάξιμοι σ’ όλα τα πόστα: φτιάξιμο πίτσας, διανομή, λήψη παραγγελιών, κόψιμο πίτσας, και ακόμα –μπορώ να το επιβεβαιώσω– βάψιμο του καταστήματος… Να γιατί ο διανομέας δεν είναι μόνο διανομέας.
Μόλις το rush ξεκινήσει πρέπει να πάει πρώτα στο τηλεφωνικό κέντρο. Αν δεν έχει τίποτα να κάνει (πράγμα σπάνιο) μπορεί να συνεχίσει να κάνει την «προ-» για το υπόλοιπο της εβδομάδας. Μόλις υπάρξουν πάρα πολλές παραγγελίες, και επομένως πάρα πολλές πίτσες για προετοιμασία, ο μάνατζερ τον ρίχνει στην παραγωγή. Κατόπιν, σε κάποια στιγμή, τ’ αφεντικό του ζητάει να τ’ αφήσει όλα να πάρει το μοτοποδήλατό του και να πάει να κάνει τη διανομή. Όλα διευθύνονται από μια οθόνη υπολογιστή, το «dispatch»: ένα πόστο που διευθύνεται είτε από τον μάνατζερ είτε από το βοηθό του. Από εκεί φεύγουν όλες οι διαταγές.
Να είσαι πολυειδικευμένος σημαίνει πάνω από όλα να ξέρεις να υπακούς. Μόλις απομακρυνθείς από το κατάστημα –και από τον μάνατζερ– νιώθεις ένα κάποιο αίσθημα ελευθερίας πάνω στο μοτοποδήλατο, μόνο που όλες οι διαδρομές χρονομετρούνται, επιτηρούνται και αξιολογούνται από τ’ αφεντικό που στην επιστροφή μοιράζει καλούς και κακούς βαθμούς. Ξαναφεύγεις, ξαναέρχεσαι και δε σταματάς αυτά τα πηγαινέλα για δυο ή τρεις ώρες. Ιδιαίτερα το βράδυ. Η παράδοση της πίτσας προκαλεί πολύ περισσότερο άγχος το βράδυ παρά το μεσημέρι. Στο τέλος του rush ο μάνατζερ στέλνει ορισμένους διανομείς στη λάντζα για να γεμίσουν το πλυντήριο πιάτων στο όνομα της ιερής-αγίας «πολυειδίκευσης». Αρχή της επιχείρησης είναι να απασχολεί συνεχώς λιγότερο από το κανονικό εργατικό δυναμικό. Η εργασία δε λείπει ποτέ και είναι απολύτως αδύνατο να κάνει κανείς ένα διάλειμμα. Στην έσχατη ανάγκη, στις ημέρες με λίγη κάμψη, ο μάνατζερ μπορεί πάντα να ζητήσει από τους εργαζόμενους να καθαρίσουν το κατάστημα.
Ωστόσο, από πείρα μπορούμε να πούμε πως το πόστο του διανομέα είναι, χωρίς αμφιβολία, το λιγότερο δύσκολο της αλυσίδας. Μια στιγμή ελευθερίας χωρίς τον μάνατζερ στην πλάτη σου. Τουλάχιστον, αν το μέρος της διανομής δεν είναι πολύ μακρινό, μπορείς πάντα να σταματήσεις για να πιεις έναν καφέ ριψοκινδυνεύοντας βέβαια να δεχθείς γυρίζοντας τις επιπλήξεις του μάνατζερ, ο οποίος βρίσκει πως χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο χρόνο για να κάνουμε διανομή σε πολυκατοικίες που βρίσκονται όλο και πιο κοντά. Αυτή η ψευδοελευθερία του διανομέα εξηγεί εξάλλου και το πόσο δύσκολο είναι να κάνεις απεργία σ’ ένα κατάστημα διανομής. Αντιθέτως, σ’ ένα εστιατόριο οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πίεση των ανωτέρων. Οι εργαζόμενοι ενός εστιατορίου βρίσκονται πάντοτε υπό το βλέμμα τ’ αφεντικού, εκτός κι αν πάνε να ξεκουραστούν στις τουαλέτες ή να ξεφύγουν βγάζοντας έξω τα σκουπίδια. Γι’ αυτό και η κινητοποίηση αυτών των εργαζομένων είναι πάντα πιο εύκολη.
Η δουλειά όμως των διανομέων δεν είναι καθόλου ξεκούραστη. Μια διευκρίνιση σχετικά με τη διαφήμιση της Pizza Hut: θα ήταν πολύ ωραίο ο χρόνος διανομής να ήταν μισή ώρα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μισή ώρα μεταξύ του τηλεφωνήματος του πελάτη και την άφιξη της πίτσας. Πρέπει ν’ αφαιρεθεί ο χρόνος λήψης της παραγγελίας, ο χρόνος ετοιμασίας της πίτσας, του ψησίματος για εφτά λεπτά και κοψίματός της. Συνήθως, δε μένουν παρά μόνο πέντε με εφτά λεπτά για τη διανομή της πίτσας. Γρήγορα μ’ έκαναν να καταλάβω ότι έκανα λάθος που σεβόμουν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Δεν πήγαινα αρκετά γρήγορα, δε διένειμα ποτέ αρκετές πίτσες. Τα πάντα υπολογίζονται, καταγράφονται και, κυρίως, συγκρίνονται. Πρόκειται για ένα μάνατζμεντ πολύ παιδικό που επικροτεί αυτόν που διανέμει πιο γρήγορα, αυτόν που έχει την καλύτερη χρονική απόδοση. Μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ο μάνατζερ μοιράζει τους καλούς βαθμούς: «Πρέπει να έβγαλες πολύ πουρμπουάρ σήμερα εσύ. Πολύ καλά!» Εγώ ήθελα να του απαντήσω ότι μ’ όλους αυτούς τους τόσο αφοσιωμένους διανομείς η διεύθυνση της Pizza Hut θα πρέπει να κερδίζει ολόκληρα βουνά από χρήματα.
Δε θα ήταν ψέμα να πει κανείς πως μας κρατάνε με τα πουρμπουάρ. Είναι ένας κανονικός μισθός μεταξύ 7 και 15 ευρώ την ημέρα και πρόκειται για καθαρά λεφτά, χωρίς κρατήσεις, που φτάνουν στις τσέπες μας κάθε βράδυ. Χωρίς αυτό το οικονομικό καρότο σίγουρα δε θα αναλαμβάναμε όλους αυτούς τους κινδύνους για να μεταφέρουμε τις πίτσες στην ώρα τους. Στο τέλος του μήνα με τις 20 ώρες του εβδομαδιαίου συμβολαίου, με καμιά δεκαριά συμπληρωματικών ωρών και με τα πουρμπουάρ ο μισθός, στην καλύτερη βέβαια των περιπτώσεων, μπορεί ν’ αγγίξει ακόμα και τα 650 ευρώ περίπου. Όλα είναι καλά για να τσεπώσουμε μερικά ευρώ παραπάνω. Η διεύθυνση επινόησε ένα σύστημα αναπληρωματικής επιλογής με μεταβλητή μίσθωση. Έτσι, αν συμβάλλουμε στην πρόσληψη ενός φίλου παίρνουμε πριμ 40 ευρώ. Αν μείνει για έξι μήνες έχουμε δικαίωμα για 40 ευρώ επιπλέον. Είναι ένα πονηρό σύστημα γιατί ο επιλεγμένος εργαζόμενος δε δουλεύει πλέον για τ’ αφεντικό του, αλλά για να κερδίσει χρήματα ο κολλητός του. Δε χρειάζεται βέβαια ν’ αναφέρουμε ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που κερδίζουν το τζακπότ γιατί δεν είναι πολλοί αυτοί που τ’ αντέχουν.
Άλλες κομπίνες; Ορισμένοι ξαναπαίρνουν τα διαφημιστικά κουπόνια έκπτωσης (3 ευρώ) από το ίδιο τους το χρηματοκιβώτιο και τα δίνουν στον μάνατζερ σα να ήταν πελάτες που ερχόντουσαν να πληρώσουν με το κουπόνι. Έτσι, τσεπώνουν κατευθείαν το ποσό του κουπονιού της έκπτωσης. Άλλοι πάλι πουλούν πίτσες στους πελάτες χωρίς να τις καταχωρούν στον υπολογιστή. Με λίγα λόγια, όλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να στρογγυλέψουν τον ελλειμματικό τους μηνιαίο προϋπολογισμό. Ο εργαζόμενος έτσι νιώθει μια ορισμένη ικανοποίηση, διότι νομίζει πως παίρνει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Μήπως όμως και η ίδια διεύθυνση δεν έχει κάποιο συμφέρον σ’ όλα αυτά; Όταν πρόκειται να διώξει έναν εργαζόμενο, είναι εύκολο να του πει πως την εξαπάτησε με τα κουπόνια έκπτωσης ή πως πούλησε πίτσες χωρίς να τις δηλώσει. Συνέπεια: όταν φτάνω μπροστά στους εργαζόμενους για να τους μιλήσω για τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις πολλοί είναι εκείνοι που μου απαντούν πως τα περνάνε άσχημα, αλλά πως, από οικονομικής πλευράς, δεν τα καταφέρνουν και τόσο άσχημα…
Η ευλογημένη εποχή της βέσπας για τους διανομείς ήταν πριν δέκα χρόνια. Κατόπιν, όταν οι Αμερικάνοι πήραν τον έλεγχο της Pizza Hut τις αντικατέστησαν με τα μοτοποδήλατα. Η νέα διεύθυνση σύναψε μια συμφωνία με την Peugeot και σιγά-σιγά είδαμε να εκτοπίζονται οι Fox. Η βέσπα ήταν πολυτέλεια. Τα πόδια προστατεύονταν καλά, ενώ τώρα το κρύο εισχωρεί σ’ όλο το κορμί όταν κάνουμε τη διανομή το χειμώνα. Τα μοτοποδήλατα είναι πολύ ελαφριά και με το παραμικρό αεράκι γέρνουν. Το πλεονέκτημα –από οικονομικής πλευράς βέβαια– είναι ότι πάνε πολύ πιο γρήγορα από τις βέσπες. Οι συνθήκες έτσι εργασίας μας επιδεινώθηκαν για καθαρά οικονομικά κίνητρα. Με τα μοτοποδήλατα όμως τηρούμε τα χρονικά όρια, ο αριθμός των διανομών αυξάνεται και… ο τζίρος φουσκώνει, μόνο που μπαίνει σε κίνδυνο η υγεία και η ασφάλεια των διανομέων.
Τα τροχαία ατυχήματα είναι αναρίθμητα ιδίως ανάμεσα στους νέους διανομείς που τους υποχρεώνουν να πάνε πολύ γρήγορα σε περιοχές διανομής που δε γνωρίζουν. Η άρνηση προτεραιότητας είναι η μαύρη κηλίδα όλων των διανομέων. Ένας συνάδελφος του Μαν, ο Φρανσουά Σ., έχασε τη ζωή του, όταν τον πάτησε ένα αυτοκίνητο καθώς έφευγε για διανομή. Το βρίσκω εξωφρενικό να πεθάνεις στα 21 σου για μια πίτσα και το βασικό ωριαίο μισθό. Μετά από αυτό το θανατηφόρο δυστύχημα, και υπό την πίεση των συναισθημάτων, οι εκπρόσωποι της CFDT της Ρουέν, της οποίας εξαρτώνται τα καταστήματα του Μαν, συνέταξαν μια προκήρυξη: «Δεν αξίζει σε τίποτα να σκοτωνόμαστε πάνω σ’ ένα μοτοποδήλατο και, κυρίως, για μια επιχείρηση που για ακόμα μια φορά θα προσποιηθεί πως λυπάται και θλίβεται, αλλά που δεν κάνει τίποτα για να μας προστατέψει. Πού πηγαίνουν λοιπόν τα λεφτά μιας πολυεθνικής επιχείρησης όπως η Pizza Hut; Ασφαλώς, στο μάρκετινγκ και σ’ ενέργειες προώθησης των προϊόντων και όχι στην ασφάλεια. Κοιτάξτε την αξιοθρήνητη κατάσταση των Fox και των κρανών σας. Σκεφτείτε με τον τρόπο που σας κάνουν χωρίς σταματημό να τρέχετε πιο γρήγορα: «Μπράβο, απόψε είχαμε 95% διανομή εντός χρόνου!» ΟΚ, και το ποσοστό των ατυχημάτων; Ελάχιστα ενδιαφέρει. Ένας διανομέας αντικαθίσταται εύκολα. Το βασικό είναι η πίτσα να διανέμεται στην ώρα της».
Τα ατυχήματα είναι κάτι που «συμβαίνουν», μας λέει η διεύθυνση. Δυστυχώς, αυτό είναι αλήθεια. Το πρόβλημα είναι πως η ιεραρχία μας επιβάλλει επίσης αποστολές για τις οποίες οι μηχανές μας δεν είναι εξοπλισμένες. Ένα παράδειγμα: ένας διανομέας του καταστήματος Βαγκράμ στο Παρίσι έπεσε πηγαίνοντας να προμηθευτεί chicken wings από ένα άλλο κατάστημα. Έφυγε ολοταχώς κατόπιν παραγγελίας του μάνατζέρ του λόγω εξάντλησης αποθεμάτων. Το κασόνι όμως των μοτοποδηλάτων μας είναι για να δέχονται δυο πίτσες, όχι για να κουβαλούν ολόκληρα κιλά από chicken wings. Αποτέλεσμα, το μοτοποδήλατο ήταν πολύ βαρύ πίσω και ο διανομέας τραυματίστηκε στο πόδι. Στο νοσοκομείο ο μάνατζερ του έστειλε ένα κουπόνι για μια δωρεάν πίτσα. Χλιδή, έτσι…;
Στο βαθμό όμως που η φίρμα της Pizza Hut είναι κατακερματισμένη σε μικρότερες εταιρίες και στο βαθμό που η ίδια η διανομή εξαρτάται από επιχειρήσεις τοπικού επιπέδου είναι αδύνατο να συνταχτεί ένας συγκεκριμένος απολογισμός των υφιστάμενων ατυχημάτων των διανομέων. Και οι μάνατζερς βοηθούν ώστε τα μικρά ατυχήματα να μη δηλώνονται σαν εργατικά ατυχήματα. Και αυτό για έναν απλούστατο λόγο: όσο περισσότερα ατυχήματα δηλώνονται τόσο μειώνεται και το πριμ τους! Είναι πολύ ύπουλο διότι, καμιά φορά, είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που ενοχοποιούνται για τ’ ότι έπεσαν. Είδα έναν που κούτσαινε και ο οποίος παρ’ όλ’ αυτά επέστρεψε να κάνει διανομή: «Δε θέλω να χάσω όλο μου το πουρμπουάρ», μου εξομολογήθηκε.
Ο άλλος υφιστάμενος κίνδυνος για τους διανομείς είναι, ασφαλώς, οι ένοπλες επιθέσεις. Ένα βράδυ, μερικούς μήνες μετά από την πρόσληψή μου στην επιχείρηση, έκανα διανομή σε μια κακοφωτισμένη γειτονιά. Δυο σκούτερς με πλησίασαν, το ένα από τ’ αριστερά και τ’ άλλο απ’ τα δεξιά. Στρίμωξαν τη βέσπα μου από την κάθε της πλευρά. Μου έβαλαν ένα μαχαίρι στην κοιλιά και μου ζήτησαν τα χρήματα του ταμείου, περίπου 150 ευρώ, όπως και τις πίτσες. Τους τα έδωσα όλα. Ζήτησα σ’ έναν από τους ληστές να μου επιστρέψει την ταυτότητά μου και την τηλεκάρτα που βρίσκονταν μέσα στο τσαντάκι μου και δέχθηκε. Ειλικρινά μπορεί να μην τραυματίστηκα, αλλά εξοργίστηκα που εξευτελίστηκα έτσι για μια πίτσα και μερικά φράγκα. Δεν είχα ποτέ δεχθεί βία, και αρκούσε που ήμουν ντυμένος με τη φόρμα της Pizza Hut για να μου επιτεθούν! Όταν έφτασα στο κατάστημα ο μάνατζερ ήταν μπροστά στο dispatch του εν πλήρει rush. Του αφηγήθηκα τη ληστεία. Δεν τον πολυένοιαξε.
Σχεδόν όλοι οι διανομείς έχουν δεχθεί επιθέσεις. Ορισμένοι, καμιά φορά, κάνουν τους ήρωες και δέχονται κτυπήματα, φτυσίματα ή τους κυνηγούν τα σκυλιά. Θεωρούν πως είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα χρήματα του ταμείου. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια γιατί ευτυχώς δεν οφείλουμε να επιστρέφουμε τα κλεμμένα χρήματα, αλλά εδώ και χρόνια απαιτούμε ένα πριμ επικινδυνότητας. Η διεύθυνση δέχτηκε τελικά να μας ντύσει στα μαύρα και όχι πια στα κόκκινα για να μην είμαστε τόσο εύκολα αναγνωρίσιμοι. Ευχαριστούμε Pizza Hut!
Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 ορισμένες συνοικίες στο Λεβαλουά και στο Κλισύ έγιναν τόσο επικίνδυνες που αρνούμαστε να μπαίνουμε σ’ αυτές. Πολλοί διανομείς είχαν δεχθεί επίθεση στην ίδια περιοχή, μια γειτονιά στο Κλισύ. Επειδή ο μάνατζερ συνέχιζε να μας στέλνει χωρίς ν’ αναρωτιέται, αποφασίσαμε να μπλοκάρουμε το μαγαζί για μια εβδομάδα. Είναι η πιο μεγάλη απεργία που οργάνωσα εκεί κάτω. Και είναι επίσης η πρώτη φορά που είδα τον έντυπο τύπο να ενδιαφέρεται για μια σύγκρουση στην Pizza Hut. Ήταν το 1998. Οι διανομείς ήταν πολύ πρόθυμοι. Θυμάμαι πως ορισμένοι μεταξύ αυτών, ενταγμένοι στο τοπικό RPR [Rassemblement pour la République. Γκωλικό δεξιό κόμμα που στις εκλογές του 2002 μετονομάστηκε σε «Λαϊκό Κόμμα» (UMP). Σ.τ.Μ.], είχαν ξεσηκώσει ακόμα και τους φίλους τους για να μας δώσουν ένα χέρι βοήθειας! Πάμε από έκπληξη σ’ έκπληξη…
Αυτή η απεργία ήταν πετυχημένη. Σταματήσαμε ν’ αναλαμβάνουμε αυτήν την περιοχή διανομής. Οι ίδιοι οι πελάτες θα όφειλαν να έρθουν για την πίτσα τους. Λίγο καιρό μετά απ’ το γεγονός αυτό, ο δήμαρχος του Λεβαλουά ήρθε να μας δει γιατί δεν ήθελε, όπως έλεγε, «περιοχές χωρίς δικαιώματα» στην πόλη του. Τον υποδεχτήκαμε με τον μάνατζερ στο διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Pizza Hut. Υπήρχαν ακόμα και εκπρόσωποι της αστυνομίας. Δεσμεύτηκαν ούτως ώστε οι μηνύσεις των διανομέων πίτσας που δέχονταν επίθεση να καταγράφονται από την αστυνομία (πράγμα που δε συνέβαινε) και ο μάνατζερ συμφώνησε να μην κυκλοφορούμε στις συγκεκριμένες γειτονιές έχοντας πάνω μας τις εισπράξεις. Για έξι μήνες ακόμα και αυτοκίνητα της αστυνομίας μας συνόδευαν σε ορισμένες περιοχές. Ποιος είπε ότι μια απεργία δεν ωφελεί σε τίποτα;

4. Το «δικαίωμα-στην-απόλυση»

4. Το «δικαίωμα-στην-απόλυση»

…είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ταχείας εστίασης. Το «πολυειδικευμένο μέλος» έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής κι αν παραμείνει πολύ καιρό, η διεύθυνση είναι πάντοτε έτοιμη να το βοηθήσει να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να την κάνει. Πρόκειται για ζήτημα αποδοτικότητας: οι εργαζόμενοι που αρχίζουν να γνωρίζουν πολύ καλά το σύστημα και να μαθαίνουν τις συνήθειές του δεν αρέσουν στους μάνατζερς. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι γι’ αυτούς. Τ’ αφεντικά επιθυμούν να έχουν διαρκώς φρέσκο κρέας (φοιτητές, ξένους, επισφαλείς εργαζόμενους), εύπλαστο και λίγο αιθεροβάμον εργατικό δυναμικό, απ’ το να έχουν παλιούς στους οποίους οι τεχνικές πίεσης δεν πολυπιάνουν. Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα αν αυτός ο παλιός τυγχάνει να είναι και συνδικαλισμένος, ενώ αν έχει δε και το ελάττωμα να μη συμβιβάζεται με τη διεύθυνση τότε πρόκειται για σωστή κόλαση. Η περίπτωσή μου δηλαδή. Παρόλη την προστατευμένη θέση μου ως εκπρόσωπος του προσωπικού και εκπρόσωπος της CGT, απολύθηκα δυο φορές μέσα σε δυο χρόνια. Αναγκάστηκα να ξεκινήσω μακράς διάρκειας δικαστικούς αγώνες οι οποίοι έφτασαν έως και το υπουργείο απασχόλησης. Και τις δυο φορές επαναπροσλήφθηκα.
Η McDonald’s, η Disney και η Pizza Hut ειδικεύονται στη γρήγορη και καταχρηστική απόλυση, καθώς και στην επιβεβαίωση της εξουσίας τους πάνω στους εργαζόμενους. Όταν οι εργαζόμενοι περνούν τη δοκιμαστική περίοδο θεωρούνται ήδη παλιοί. Αυτό όμως το «δικαίωμα-στην-απόλυση», το οποίο έχει καταντήσει και σήμα κατατεθέν τους, είναι κατά τη γνώμη μου το στρατηγικό τους λάθος, η υπερβολική τους αλαζονεία, η οποία όμως αναγκάζει αρκετούς εργαζόμενους να κατέβουν σε απεργία. Πόσα και πόσα κοινωνικά κινήματα, και μάλιστα ακόμα και τα πιο δυναμικά απ’ αυτά, δεν ξεκίνησαν ακριβώς εξαιτίας των αδικαιολόγητων απολύσεων; Ας πιάσουμε την απεργία στα εστιατόρια McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί (Οκτώβριος 2001-Φεβρουάριος 2002). Κατά βάση, η κινητοποίηση ξεκίνησε γιατί ένας νέος μάνατζερ –στην πραγματικότητα ένας «καθαριστής» που είχε αποσταλεί από την εθνική διεύθυνση– τέθηκε επικεφαλής της διαδικασίας για απαλλαγή από πέντε εργαζόμενους που έκρινε ως τους λιγότερο πειθήνιους. Ορισμένοι δε απ’ αυτούς είχαν σκοπό να παρουσιαστούν στις εκλογές εκπροσώπων του προσωπικού που είχαν οριστεί μερικές εβδομάδες αργότερα σ’ αυτό το μαγαζί. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως είχαν σουφρώσει από το ταμείο ένα ποσό. Ακολούθησε μήνυση και έρευνα από το ανακριτικό τμήμα. Αποτέλεσμα: τίποτα ποτέ δεν αποδείχθηκε και μετά από 115 ημέρες απεργίας και μπλοκαρίσματος του καταστήματος, οι ύποπτοι εργαζόμενοι επαναπροσλήφθηκαν. Αυτό όμως λέει πολλά πάνω στα μέσα που χρησιμοποιεί η διεύθυνση για να σπάσει έναν εργαζόμενο από τη στιγμή που εκείνος διαμαρτύρεται λίγο πιο έντονα για τις συνθήκες εργασίας.
Η κατηγορία της κλοπής είναι η μεγάλη κλασική κατηγορία της ταχείας εστίασης. Οι διευθύνσεις των διαφορετικών αλυσίδων ταχείας εστίασης δείχνουν να είναι συνεννοημένες έπ’ αυτού. Οι υποτιθέμενες υποθέσεις κλοπής έχουν καταντήσει σύνηθες φαινόμενο σ’ όλες τις φίρμες. Αυτό πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ιδέα της ελευθερίας της επιχείρησης. Γιατί δηλαδή να μπαίνουν σε μπελάδες μ’ έναν εργαζόμενο που δεν είναι πια αρκετά πειθήνιος γι’ αυτούς; Καλύτερα να τον απολύσουν. «Να χωρίσουμε», όπως λένε, όποια κι αν είναι η αιτία.
Στη δική μου περίπτωση η διεύθυνση της Pizza Hut δεν επιχείρησε να με κατηγορήσει για ψευδή υπόθεση κλοπής. Έπρεπε όμως να βρει κάτι γρήγορα, γιατί είχα αρχίσει να έχω μια ορισμένη επιτυχία στις οργανωμένες στάσεις εργασίας στα καταστήματα διανομής του Ω-ντε-Σαιν. Το Σεπτέμβρη του 2000 πολλαπλασιάσαμε τις κινητοποιήσεις στο Παρίσι και προκαλέσαμε κυλιόμενες απεργίες. Ήταν μόλις που είχα εκλεγεί εκπρόσωπος του προσωπικού και στην επιτροπή της επιχείρησης –πράγμα που αποτελούσε μια επιπλέον προσβολή στα μάτια τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα μιας και ο λόγος μου είχε αποκτήσει βαρύτητα, ιδιαίτερα στα εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ που άρχιζαν να προβάλλουν τα πρώτα τους ρεπορτάζ πάνω στις συνθήκες εργασίας μας. Τιμωρήθηκα, λοιπόν, με μονομερή πειθαρχική καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω «εσκεμμένης συμπεριφοράς εκτέλεσης καθηκόντων με βραδύτητα», πράγμα που αποτελεί τη χειρότερη προσβολή που μπορεί να εκστομίσει ένας υπεύθυνος στην ταχεία εστίαση. Κατόπιν, μου έβαλαν άλλες πέντε μέρες πειθαρχικής καταγγελίας γι’ άλλες αιτίες, εκ των οποίων η παρακάτω εντελώς αυθαίρετη: «πληροφόρηση των εργαζομένων πάνω στα μέσα που τους επιτρέπουν να παραβαίνουν τους κανόνες, όπως καθυστερήσεις και απουσίες, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί αντικείμενο κυρώσεων». Με κατηγορούσαν ευθέως δηλαδή για τ’ ότι έκανα συνδικαλιστική δουλειά, η οποία, μεταξύ των άλλων, συνίσταται στο να πληροφορεί τους εργαζόμενους πάνω στα δικαιώματά τους ως προς τις απουσίες λόγω ασθένειας και τα πληρωμένα ρεπό!
Μετά από ένα μήνα από τις εσωτερικές εκλογές πήγα στην πρώτη επίσημη συνέλευση στην έδρα της επιχείρησης στη Ναντέρ. Ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων με προειδοποίησε: «σκοπεύουμε να προβούμε σε διαδικασία απόλυσης εναντίον σας. Δεν έχετε το δικαίωμα να είστε εδώ». Επρόκειτο λοιπόν για μια «συντηρητική» απόλυση. Η σύμβαση εργασίας μου είχε διακοπεί και ο μισθός μου είχε παρακρατηθεί εν αναμονή της προκείμενης συζήτησης για την απόλυσή μου. Μες τη βιασύνη τους είχαν συγκεντρώσει εναντίον μου εχθρικές μαρτυρίες προερχόμενες από την ένταξή μου στην επιχείρηση, και πού αρκούσαν, κατ’ αυτούς, για να ξεκινήσει η διαδικασία της απόλυσης. Ειλικρινά όμως οι επίσημες αιτίες ήταν, χωρίς αμφιβολία, έωλες: «ο Αμπντέλ Μαμπρουκί αρνήθηκε ν’ αποψύξει το λαρδί», «έβγαλε σε τρεις ώρες το αντίστοιχο μιας ώρας δουλειάς» (απομένει μόνο να γνωρίζουμε με ακρίβεια σε πιο είδος παραγωγής αντιστοιχεί μια ώρα εργασίας!), «εισχώρησε στο κατάστημα για να συνομιλεί με τους εργαζόμενους (μ’ άλλα λόγια: είχα το θράσος να κάνω συνδικαλιστική περιοδεία), «παρενόχλησε συνειδητά την υπηρεσία με την ενοχλητική και προβοκατόρικη συμπεριφορά του»… Και ούτω καθ’ εξής με βάση πάντα τις μαρτυρίες των μάνατζερς που τους είχαν υποχρεώσει να τα δηλώσουν όλα αυτά και γραπτώς. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς είχε υπολογίσει ακόμα και τον αριθμό των φοντού που κατάφερνα να κάνω μέσα σε τέσσερις ώρες. Με είχε επιτηρήσει κατά τη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου μόνο και μόνο για να βρει ένα λόγο απόλυσης! Ένας άλλος έγραψε πως μίλησα για τις συνθήκες εργασίας στους εργαζόμενους χωρίς να ζητήσω την άδειά του. Αυτό ονομάζεται ξεκάθαρα συνδικαλιστικός στιγματισμός. Στην πραγματικότητα, είχαν κινήσει πρόχειρα τη διαδικασία της απόλυσης υπό την πίεση του διευθυντή ανθρωπίνων πόρων, ο οποίος ήθελε την κεφαλή μου επί πίνακι. Δεν άντεχε τους απεργούς και ακόμα λιγότερο αυτούς της CGT. Την πρώτη λοιπόν φορά δεν μπόρεσα να μπω στην αίθουσα της συνέλευσης.
Αυτό όμως δεν ήταν το πιο σημαντικό. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να ετοιμάσω την υπεράσπισή μου και να απαντήσω συγκεκριμένα στις ψευδο-κατηγορίες τους. Το ραμαζάνι είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και μερικές μέρες και εγώ έπρεπε να περνάω όλες τις ημέρες μου χωρίς να τρώω τίποτα και συγκεντρώνοντας μαρτυρίες. Κατόπιν, συγκάλεσαν μια υπέροχη επιτροπή από την επιχείρηση για να δώσουν συμβουλές για την απόλυσή μου. Απάντησα τις κατηγορίες τους σημείο προς σημείο, πάνω δηλαδή στην άρνησή μου να εργαστώ, στην παραίτηση πολλών μάνατζερς στο κατάστημά μου, στο γεγονός πως παρεμπόδιζα άλλους εργαζόμενους να εργαστούν… Αποτέλεσμα: δυο ψήφοι υπέρ και δυο κατά. Εγώ φυσικά απείχα.
Έγραψα στην ομοσπονδία εμπορίου της CGT, από την οποία εξαρτώμαι, για να μου δώσει μια χείρα βοηθείας. Προς απάντηση η γενική γραμματέας μου έκανε την παρατήρηση… πως δεν είχα πληρώσει την εισφορά μου. Εγώ μ’ όλη μου την αφέλεια πίστευα, έχοντας υποστεί συντηρητική απόλυση και όντας χωρίς μισθό, πως το συνδικάτο θα μπορούσε ενδεχομένως να μου παράσχει οικονομική βοήθεια. Ευχαριστώ την «από τα πάνω» CGT…! Ευτυχώς που υπολόγισα στην «από τα κάτω» προκειμένου να συντάξω το φάκελό μου. Ο σύμβουλος επί νομικών θεμάτων της τοπικής ένωσης της CGT, Ντανιέλ Ζιμερλέν, στο Λεβαλουά μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές. Μου υπέδειξε πρώτα και κύρια να συγκεντρώσω μαρτυρίες εργαζομένων, οι οποίες ν’ αποδεικνύουν πως δε δουλεύω «με βραδύτητα».
Όταν υποχρεωτικά ζητήθηκε η γνώμη της επιθεώρησης εργασίας, σχετικά με την απόλυση ενός προστατευμένου εργαζομένου, αυτή δεν άργησε ν’ αρνηθεί το δικαίωμα να μ’ απολύσουν. Η επιθεώρηση υπενθύμισε κατά κύριο λόγο πως η συντηρητική απόλυση δεν ανέστειλε τη συνδικαλιστική μου εντολή και πως είχα απολύτως το δικαίωμα να πάω στο κατάστημά μου στο Λεβαλουά και να μιλήσω με τους εργαζόμενους. Σημείωσε μάλιστα πως οι κατηγορίες που μου είχε απευθύνει η διεύθυνση είχαν όλες τους συνταχθεί το τελευταίο εξάμηνο, την περίοδο που είχα αρχίσει να κινητοποιώ τους εργαζόμενους στα εστιατόρια χωρίς να μου έχει γίνει καμιά κριτική κατά τη διάρκεια των εφτά πρώτων ετών στην Pizza Hut. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν πως η επιθεώρηση εργασίας εκτίμησε πως «αυτά δεν είναι λάθη τόσο βαρύνοντα που να δικαιολογούν την απόλυση ενός εκπροσώπου του προσωπικού που έχει μια προϋπηρεσία τόσο σημαντική σε μια επιχείρηση όπου το turn-over είναι αξιοσημείωτο». Ακόμα κι αν είναι όλα αυτά ήδη γνωστά, σίγουρα σ’ ανακουφίζει να τα δεις και γραπτώς από έναν αντιπρόσωπο της διοίκησης.
Η διεύθυνση όμως αυτό δεν το εκτίμησε καθόλου. Συνέταξε αμέσως μια προσφυγή στο υπουργείο εργασίας από τη Διεύθυνση σχέσεων εργασίας –μια υπηρεσία που ασχολείται με τις σχέσεις με τα συνδικάτα στο υπουργείο. Και φτου κι απ’ την αρχή, η απόλυση απορρίφθηκε εκ νέου με την ακόλουθη διευκρίνιση: το αίτημα της Pizza Hut «δεν μπορεί να ιδωθεί ως εάν να στερούνταν οποιουδήποτε στιγματισμού». Ήταν λοιπόν εξαιτίας των συνδικαλιστικών μου δραστηριοτήτων που ήθελαν να μ’ απολύσουν.
Ο εκβιασμός όμως συνεχίστηκε. Πρέπει να πω πως έχουν μια νομική υπηρεσία γι’ αυτό το σκοπό. Ενάμισι μήνα αργότερα μ’ απέλυσαν για δεύτερη φορά. Ήταν μόλις μετά την πρώτη του Μάη, ημέρα της εργατικής γιορτής. Αυτή τη φορά η επιθεώρηση εργασίας δέχθηκε την απόλυσή μου τον Ιούλιο του 2001. Εν μέσω καλοκαιριού φυσικά, την πιο δύσκολη περίοδο για να στρατολογήσεις κάποιο κοινωνικό κίνημα. Οι λόγοι της απόλυσης είχαν αλλάξει: υπέρβαση των ωρών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και άσκηση πίεσης εναντίον ενός διανομέα της Pizza Hut για να μη μαρτυρήσει εναντίον μου. Με κατηγορούσαν πως τον είχα μπλοκάρει με τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά το πρόβλημα ήταν πως δεν είχα ούτε αυτοκίνητο ούτε άδεια οδήγησης! Ήταν έτοιμοι για όλα προκειμένου ν’ απαλλαγούν από μένα. Ένας μάνατζερ μου είπε πως μαθαίνοντας την απόφαση της επιθεώρησης άνοιξαν ακόμα και σαμπάνια στην έδρα της επιχείρησης: «Έχουμε να σας ανακοινώσουμε ένα ευχάριστο νέο: ο Αμπντέλ Μαμπρουκί δεν αποτελεί πλέον μέρος του δυναμικού της επιχείρησης!» Την πρώτη φορά παραήταν έωλα τα επιχειρήματα τους: άρνηση απόψυξης λαρδιού και εργασία με βραδύτητα. Αυτά δεν έφταναν.
Ως προστατευμένος εργαζόμενος –επειδή πάντοτε ήμουν εκπρόσωπος του προσωπικού– έκανα διοικητική προσφυγή ζητώντας από το υπουργείο εργασίας να άρει την απόφαση του επιθεωρητή του. Προετοίμασα το φάκελό μου, μάζεψα διάφορες μαρτυρίες που να αντιπαρατίθενται σ’ εκείνες της Pizza Hut. Τελικά, στα τέλη του 2001 και ενόσω διαδραματιζόταν η πιο μεγάλη απεργία στα χρονικά της ταχείας εστίασης στα McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί, το γραφείο της Ελιζαμπέτ Γκιγκού ακύρωσε την απόφαση της επιθεώρησης εργασίας, γιατί εκτίμησε πως η απόλυσή μου είχε άμεση σχέση με την εξάσκηση της εντολής εκπροσώπησης της CGT και πως επρόκειτο ακόμα για συνδικαλιστικό στιγματισμό που αποτελεί και τη μεγάλη ειδικότητα των πολυεθνικών. Η απόφαση του υπουργείου εργασίας μεσολάβησε εν μέσω της προεδρικής εκλογικής εκστρατείας του 2002. Όλως τυχαίως άραγε; Η αριστερή κυβέρνηση σίγουρα δεν ήθελε να ρίξει λάδι στη φωτιά σε μια τόσο συμβολική σύγκρουση όπως αυτή των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί στην οποία είχα εμπλακεί. Αυτό μου αναπτέρωσε το ηθικό βλέποντας πως η διεύθυνση δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από μένα που την ενοχλούσα. Εν ολίγοις, το υπουργείο ανήγγειλε την επαναπρόσληψή μου σ’ αυτήν την υπέροχη επιχείρηση και οι άνθρωποι της διεύθυνσης ανθρωπίνων πόρων θα όφειλαν, πράγμα δύσκολο, να ξαναβουλώσουν το μπουκάλι της σαμπάνιας τους.
Επωφελήθηκα λοιπόν της νόμιμης προστασίας που παρέχεται στη Γαλλία στους συνδικαλιστές και τους εκλεγμένους του προσωπικού. Ξέρω πως σ’ άλλες χώρες όπως στις ΗΠΑ, όπου η Pizza Hut διαθέτει άλλες αλυσίδες ταχείας εστίασης, η περίπτωσή μου δε θα έφτανε το στόχο της. Θα είχα απολυθεί την επομένη της πρώτης μου απεργίας χωρίς καμία κρατική υποστήριξη. Βέβαια, αυτό συμβαίνει και στη Γαλλία. Το έβλεπα καθημερινά διότι, εκτός από το να έχω λάβει συνδικαλιστική εντολή, είμαι επίσης και «σύμβουλος του προσωπικού» στο Ω-ντε-Σαιν. Σ’ όλα τα δημαρχεία υπάρχει μια λίστα με συνδικαλιστές τους οποίους μπορεί κανείς να συμβουλευτεί όταν είναι σε μια επιχείρηση όπου δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πήρα την εντολή από τη νομαρχία να συμβουλεύω τους εργαζόμενους κατά τη συζήτηση που προηγείται της διαδικασίας απόλυσης. Η μαρτυρία μου χρησιμοποιείται έπειτα, όταν οι δυο πλευρές βρίσκονται ενώπιον των μελών του εργατοδικείου. Είναι απίστευτο να βλέπεις μέχρι ποιου βαθμού οι εργαζόμενοι φοβούνται τ’ αφεντικό τους. Είναι όμως πικρό να βοηθάς εργαζόμενους, οι οποίοι, όποιο και να είναι το λάθος τους, πηγαίνουν τις περισσότερες φορές στο σφαγείο. Έτσι δε χρησιμεύω και σε τίποτα το σπουδαίο και μ’ εξοργίζει να βλέπω ορισμένες φορές εργαζόμενους να απολύονται χωρίς πραγματική αιτία. Μόνο και μόνο επειδή ο εργοδότης αποφάσισε να τους διώξει.
Μετά την απόφαση του γραφείου της Γκιγκού είχα περιθώριο δυο μηνών να πάρω τις αποφάσεις μου: να μείνω στην Pizza Hut ή να τραβήξω μια μονοκοντυλιά στα οχτώ τόσο επώδυνα χρόνια. Προτίμησα να μείνω στο κάτεργο. Έστειλα ένα γράμμα και ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων –που τον φανταζόμουν να καταριέται το δικαίωμα στην εργασία και την ίδια την κυβέρνηση– μου απάντησε ότι μπορώ να ξαναναλάβω το πόστο πολυειδικευμένου εργαζομένου στο κατάστημα διανομής του Λεβαλουά. Ήταν στις αρχές του 2002 και ήμουν επικεντρωμένος στη σύγκρουση του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Μετά από τόσες εβδομάδες αγώνα 24 ώρες το 24ωρο, η επιστροφή στην πραγματικότητα της Pizza Hut ήταν πολύ δύσκολη. Μ’ έκανε στην κυριολεξία να σπάσω. Αδύνατο να ξαναπιάσω δουλειά μετά από διακοπή τόσων μηνών. Για να είμαι ειλικρινής δε δουλεύω πλέον πολύ στο πόστο μου αλλά, το μέγιστο αριθμό ωρών που μου επιτρέπεται, ασχολούμαι με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση δηλαδή γύρω στις 86 ώρες το μήνα κι έχω δικαίωμα για 43 ώρες εκπροσώπησης. Η συνδικαλιστική μου δέσμευση είναι εκείνη που μου επιτρέπει ν’ αντιστέκομαι. Δεν ξέρω όμως μέχρι πότε.
Προφανώς, δεν αποφάσισα να μείνω στην Pizza Hut από ευχαρίστηση ή για να κάνω καριέρα (!), αλλά επειδή έχω την αίσθηση πως είμαι το μικρό χαλίκι στο παπούτσι τους, εκείνος από τον οποίον πρέπει οπωσδήποτε ν’ απαλλαγούν. Μόλις ξεπέρασα την τελευταία διαδικασία που η Pizza Hut ξεκίνησε εναντίον μου επιτιθέμενη για δημόσια δυσφήμηση. Είχα συντάξει μια προκήρυξη τον Ιούνιο του 2001 (βρισκόμενος γι’ ακόμα μια φορά σε διαδικασία απόλυσης) σχετικά με το θάνατο από ατύχημα ενός διανομέα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του. Στις 21 Οκτωβρίου του 2001, το εφετείο του Παρισιού έκρινε τη συνέχεια των δεδικασμένων, τη μήνυση που είχε κατατεθεί τρεις μήνες μετά από τα γεγονότα για τα οποία κατηγορούμουν. Ο δικαστής αποφάνθηκε πως η δυσφήμηση δεν ήταν «δημόσια» εφόσον η προκήρυξη απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στους εργαζόμενους της επιχείρησης.
Αν είχα κάνει του κεφαλιού μου, θα αποδεχόμουν την πρώτη μου απόλυση και θα έβρισκα χωρίς αμφιβολία κάτι άλλο. Τα πράγματα όμως είναι πιο περίπλοκα. Το να καταφέρεις να εγκαταστήσεις τη CGT σε μια επιχείρηση όπως η Pizza Hut σου δημιουργεί και την ανάγκη να μείνεις. Ακόμα και αν σε τελική ανάλυση έπρεπε ν’ απολυθώ. Προς το παρόν συνεχίζω. Δεν έχω σπουδαία πράγματα να χάσω. Ο διευθυντής ανθρώπινων πόρων, που θέλησε δυο φορές να μ’ απολύσει, παραιτήθηκε από την επιχείρηση πριν από μένα, τον Ιούνιο του 2003. Προς το παρόν μ’ έχουν αφήσει σχετικά ήσυχο. Ακόμα κι όταν κάναμε απεργία 29 ημερών στο εστιατόριο του Μπον-Νουβέλ το Φεβρουάριο του 2003! Ενάντια σε κάθε προσδοκία δεν ξεκίνησαν μια τρίτη διαδικασία απόλυσης εναντίον μου! Αυτό το καταλαβαίνω. Ο υπουργός με δικαίωσε δυο φορές. Το δικό μου μοναδικό παράδειγμα αποδεικνύει πως η Pizza Hut δε γνωρίζει ακόμα όλες τις πρακτικές του επαγγελματικού κόσμου, όλες τις πονηριές του εργατικού κώδικα και του συνδικαλιστικού δικαίου.
Άλλωστε, αν χρειαζόταν μια επιπλέον απόδειξη θα έπρεπε να μιλήσω για τους πολλαπλούς χειρισμούς των οποίων δέχτηκα τον απόηχο. Η «Vrai Journal» του Καρλ Ζερό πρόβαλε για παράδειγμα τη μαρτυρία ενός συνδικαλιστή που έλαβε 100.000 φράγκα ως αποζημίωση για την άμεση αποχώρησή του. Γνωρίζω έναν άλλο εκλεγμένο στο συνδικάτο της Συνομοσπονδίας Γάλλων Χριστιανών Εργατών (CFTC) που διαπραγματεύτηκε την αποχώρησή του για 300.000 φράγκα. Ένα άλλο παράδειγμα: κατά τη διάρκεια της μακράς απεργίας στα McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων κάλεσε τους εργαζόμενους σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες. Ήταν μια Παρασκευή βράδυ εν μέσω της σύγκρουσης, ενώ επίσημα αρνούνταν να μιλήσει σ’ «αλήτες» και «κλέφτες» όπως εμείς. Οι εργαζόμενοι έφυγαν από τη συνέντευξη ολίγον τι άναυδοι. Μου είπαν πως ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων τους είχε προτείνει ευνοϊκές συνθήκες αποχώρησης, χρήματα ακόμα και σπίτι. Ευτυχώς ορισμένοι εργαζόμενοι δε θέλησαν να την πατήσουν. Την επόμενη Δευτέρα οργανώσαμε μια συνέντευξη τύπου και ένας από τους πέντε εργαζόμενους επιβεβαίωσε μπροστά στους δημοσιογράφους πως δέχθηκε «εκβιασμούς». Κι εγώ ο ίδιος άλλωστε είχα δεχτεί πιέσεις. Μου υπέδειξαν να «διαπραγματευτώ» την αποχώρησή μου. Φυσικά όχι ευθέως γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την εικόνα της επιχείρησης. Ένας εκπρόσωπος της CFDT με κάλεσε κατ’ ιδίαν για να συζητήσουμε: «Αν θες να φύγεις αξίζεις περίπου 100.000 φράγκα». Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο.

5. Στου Μίκυ

5. Στου Μίκυ

Βάλτε τ’ αυτιά του Μίκυ σ’ έναν διανομέα της Pizza Hut και να ’στε στη EuroDisneyland. Το εργατικό δυναμικό της EuroDisneyland είναι το ίδιο με αυτό της Pizza Hut και αποτελείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από νέους που προέρχονται από τα προάστια του Παρισιού και οι οποίοι πηγαίνουν στην Disney όταν η Pizza Hut και τα McDonald’s της γειτονιάς δεν προσλαμβάνουν πια άλλους. Το μειονέκτημα του να δουλεύεις στην Disney είναι η απόσταση. Όταν ερχόμαστε από το Ω-ντε-Σαιν όπως εγώ και οι φίλοι μου πρέπει να υπολογίζουμε το λιγότερο μιάμιση ώρα για να πάμε στη Μαρν-λα-Βαλέ. Πρέπει να σ’ αρέσει ο προαστιακός (RER) για να περνάς τρεις ώρες στις συγκοινωνίες προκειμένου να δουλέψεις λίγες ώρες την ημέρα ή, τέλος πάντων, να μην έχεις άλλη επιλογή.
Ο Καρίμ, ο καλύτερός μου φίλος, δεν είχε άλλη επιλογή. Το 1994 το γραφείο προσωρινής εργασίας του Λεβαλλουά του πρότεινε μια θέση στου Μίκυ. Εκείνος δέχθηκε μιας και δεν κατάφερνε να βρει άλλη πιο κοντινή δουλειά. Δεν ξέρω αν το μετανιώνει τώρα, αλλά είμαι σίγουρος πως η διεύθυνση της Disney έχει μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που προσέλαβε τον Καρίμ. Με τον Καρίμ μοιραζόμαστε το ίδιο ελάττωμα: δεν υποτασσόμαστε εύκολα στις διαταγές των μικρο-αφεντικών. Το πάρκο όμως της Μαρν-λα-Βαλέ αποτελεί το βασίλειο των αφεντικών, μικρών και μεγάλων, τα οποία διαφεντεύουν πάνω από 10.000 επισφαλείς εργαζόμενους.
Ο Καρίμ, κάπως μικρόσωμος (όπως κι εγώ), λίγο μυώδης και διόλου ηλίθιος μπήκε στην EuroDisney ένα χρόνο μετά από την άφιξή μου στην Pizza Hut. Μέναμε στην ίδια γειτονιά στο Λεβαλλουά, αλλά δεν πολυβλεπόμασταν, έως ότου βέβαια έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο και αρχίσαμε να διηγούμαστε τις αμοιβαίες μας εμπειρίες. Καταλάβαμε γρήγορα ότι είχαμε πέσει πάνω στον ίδιο τύπο μάνατζμεντ και πως είχαμε τις ίδιες ιδέες για να καταφέρουμε να πετύχουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας. Από κει κι έπειτα δεν αποχωριστήκαμε. Με βοήθησε αναρίθμητες φορές στις απεργίες στην Pizza Hut και εγώ ταξίδευα έως τη EuroDisney όταν μ’ είχε ανάγκη.
Ο Καρίμ λοιπόν γνώρισε τη EuroDisney κατά τη διάρκεια μιας προσωρινής θέσης εργασίας. Σύμφωνα με το συμβόλαιό του είχε προσληφθεί ως… «καμαριέρα»! Η διεύθυνση του πάρκου, που προσπαθεί απόλυτα να κάνει κατανοητό πως δουλεύει με αμερικάνικο στυλ, αυτό το ονομάζει ένα (ή μια) housekeeping. Στην πραγματικότητα, ο Καρίμ απασχολούνταν για να φτιάχνει τα κρεβάτια και να καθαρίζει τα δωμάτια ενός από τα ξενοδοχεία της EuroDisney, του Sequoia Lodge. Ο Καρίμ είναι τυχερός γιατί δεν έχει ούτε μούσι, ούτε μακριά μαλλιά, ούτε σκουλαρίκια. Η εμφάνισή του κολλάει περίπου με το περίφημο «Disney look» κι έτσι δεν έπρεπε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει να ταιριάξει με τους κανόνες ομορφιάς της επιχείρησης.
Οι περισσότερες καμαριέρες ήταν προσωρινές και δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν για τον τρόπο με τον οποίο τις μεταχειρίζονταν. Είχαν να συγυρίσουν 20 δωμάτια μέσα σε λίγες μόλις ώρες και τίποτε άλλο. Σε περίπτωση δε διαμαρτυρίας τους για τους ρυθμούς της δουλειάς, η Disney καλούσε την εταιρία προσφοράς προσωρινής εργασίας και δεν ανανέωνε τα συμβόλαιά τους. Η προσωρινής διάρκειας εργασία είναι κάτι απλό: πρόκειται για μια αγορά πολύ ευέλικτη που επιτρέπει να κάνει κανείς τα πάντα και ο,τιναναι με τους εργαζόμενους. Το όνειρο δηλαδή των κάθε λογής αφεντικών.
Μετά το πέρας μερικών μηνών η Disney πρότεινε στον Καρίμ μια σύμβαση ορισμένου χρόνου για τρεις μήνες, όχι παραπάνω, ως καθαριστής στο πάρκο-ατραξιόν. Στη γλώσσα Disney είναι ένα «πάρκο υποστήριξης». Ένα καθαρό όνομα για μια βρώμικη δουλειά. Στην πραγματικότητα, όλη τη μέρα μάζευε τ’ αποτσίγαρα από τους διαδρόμους του πάρκου. Μέσα στην ατυχία του όμως στάθηκε τυχερός. Την πρώτη μέρα εργασίας του έπεσε πάνω σε μια σκληρή απεργία της CGT γιατί, σ’ αντίθεση με την Pizza Hut, η Disney ήταν υποχρεωμένη ν’ αναγνωρίσει την CGT με το άνοιγμα του πάρκου. Εξαιτίας αυτής της απεργίας τ’ απορρίμματα είχαν συγκεντρωθεί σε μια γωνιά, κρυμμένα πίσω από μια ατραξιόν. Ο διευθυντής πήγε αμέσως να δει τον Καρίμ: «Εσύ ο καινούργιος θα μου τα καθαρίσεις αυτά». Η κοπέλα από τη CGT μπήκε στη μέση: «Μην τον αγγίζεις!» Ο Καρίμ γρήγορα διάλεξε το στρατόπεδό του και δεν το κούνησε. Ήταν πανευτυχής που δεν ήταν μόνος απέναντι στο μάνατζερ. Πρώτη μέρα, πρώτη απεργία. Και πρώτη επιτυχία. Μετά από μερικές ημέρες μπλοκαρίσματος τα συνδικάτα διαπραγματεύτηκαν ένα πριμ 1.000 φράγκων για τη νυχτερινή εργασία, η οποία μέχρι τότε ήταν κακοπληρωμένη.
Ο Καρίμ είχε μια σύμβαση ακόμα πιο χάλια από τη δική μου: δεκαέξι ώρες την εβδομάδα κατανεμημένες σε Σάββατα και Κυριακές, μέρες πολυκοσμίας στην EuroDisney. Όσο για το μισθό; Λιγότερα από 1.800 φράγκα το μήνα, καθαρά. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας είχε βρει μια άλλη εργασία πλήρους απασχόλησης. Ήταν κλειδαράς στο γιαπί της βιβλιοθήκης Φρανσουά Μιτεράν. Αυτή η εργασία παράλογου χρόνου κράτησε έξι μήνες. Ήταν τελείως πτώμα. Όταν λοιπόν η Disney του πρότεινε μια σύμβαση αορίστου χρόνου, πάντα μερικής απασχόλησης και με τον ίδιο μισθό, δέχθηκε. Ο Καρίμ έγινε γκαρσόνι στη σάλα στο self-service σ’ ένα ξενοδοχείο του πάρκου για το πρωινό από τις 7 έως τις 15:00. Ο μάνατζερ είχε ανάγκη από ένα αρκετά γεροδεμένο γκαρσόνι για να μαζεύει διαρκώς τα θερμός με τον καφέ, το τσάι και τη σοκολάτα. Εκτός από τον υπουργικό του μισθό, που ήδη προαναφέραμε, είχε επίσης δικαίωμα για δωρεάν είσοδο της οικογένειάς του στο πάρκο. Τι χλιδή!
Έχοντας λοιπόν υπάρξει καμαριέρα και καθαριστής αποτσίγαρων, ο Καρίμ έκανε την είσοδό του στο θαυμαστό κόσμο της ταχείας εστίασης, στον οποίο εξασκούμουν ήδη περισσότερο από ένα χρόνο.
Την ημέρα της πρόσληψής του με σύμβαση αορίστου χρόνου η Disney σίγουρα δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε υπογράψει σύμβαση μ’ ένα αγύριστο κεφάλι που δε θα το έβαζε καθόλου κάτω μπροστά στις δυσκολίες του Σαββατοκύριακου. Τους έκανε να πληρώνουν το λάθος τους επί εφτά χρόνια, μέχρι την απόλυσή του το 2002.
Από την πλευρά μας, στο Λεβαλλουά εμείς συνεχίζαμε να καταγράφουμε όλα τα κοινά σημεία μεταξύ της Disney και της Pizza Hut: οι ρυθμοί εργασίας, ο τρόπος με τον οποίο μας μιλούν οι μάνατζερς, η λατρεία του κέρδους, οι καταχρηστικές απολύσεις… Εκείνος όπως κι εγώ βλέπαμε αγόρια που δούλευαν σκληρά και που, κυρίως, δεν είχαν παρά μόνο αυτή τη μικρή σύμβαση για να ζήσουν την οικογένειά τους. Αυτοί υφίσταντο όλους τους εξαναγκασμούς χωρίς να λένε τίποτα. Στην ομάδα του υπήρχε ένας εργαζόμενος που, μετά από ένα ατύχημα, άρχισε να κουτσαίνει. Ο μάνατζερ του είπε: «Σπας το ρυθμό, πρέπει να επιστρέψεις σπίτι σου». Και υπό την πίεση καθημερινών παρατηρήσεων και κριτικών εξαναγκάστηκε να φύγει χωρίς, ασφαλώς, να πληρωθεί.
Ιστορική μέρα για τον Καρίμ ήταν η επίσκεψη του Μάικλ Χάσνερ. Ο αμερικανός γενικός διευθυντής της Disney έγινε δεκτός σα να ήταν ο πάπας αυτοπροσώπως. Έπρεπε να καθαριστεί ολόκληρο το εστιατόριο του ξενοδοχείου. Όλοι, ακόμα και οι μάνατζερς, έπεσαν με τα μούτρα. Ορισμένοι, δε, άφησαν τα γραφεία τους για να πάνε να καθαρίσουν ακόμα και τα σοβατεπί! Προκειμένου να καθαριστούν τα πάντα καλά στο κτίριο, ο διευθυντής έδιωξε ακόμη κι έναν από τους συναδέλφους του Καρίμ που ήταν συνήθως στη υποδοχή του εστιατορίου. Το πρόβλημα – για τον μάνατζερ– συνίσταται στο ότι ο συνάδελφος αυτός ήταν από τη Μαδαγασκάρη. Τον έστειλαν κατευθείαν στη λάντζα και τον αντικατέστησαν με μια νέα ξανθιά κοπέλα με μπλε μάτια που χαμογελά ευγενικά και δεν ασχημαίνει το σύνολο. Στο ίδιο πνεύμα, ζήτησαν από τον Καρίμ να κάνει διάλειμμα τη συγκεκριμένη στιγμή άφιξης του Μάικλ Χάσνερ. Αποτελούσε το μαύρο πρόβατο. Για να πούμε την αλήθεια αυτή η αντικατάσταση της τελευταίας στιγμής δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο. Πώς να αισθανθεί όμως κανείς καλά μέσα σ’ ένα παρόμοιο περιβάλλον; Πώς να μη αναγκαστεί να εξεγερθεί;
Το 1997, δυο χρόνια μετά την πρόσληψή του με σύμβαση αορίστου χρόνου, ο Καρίμ πήγε για εκπρόσωπος του προσωπικού στην EuroDisney, κατά τον ίδιο τρόπο που ήμουν κι εγώ στην Pizza Hut. Η CGT όμως, δύσπιστη μπροστά σε νεοαφιχθέντες, τον κατέταξε στην δωδέκατη και τελευταία θέση στη λίστα. Έτσι, δεν εκλέχτηκε. Για να είμαι δίκαιος πρέπει να διευκρινίσω ότι οι δυο ή τρεις θέσεις εκπροσώπων που υπήρχαν ήταν κλεισμένες από εργαζόμενους οι οποίοι είχαν ήδη σοβαρά προβλήματα με τη διεύθυνση –γιατί η θέση του εκπροσώπου επιτρέπει στον εργαζόμενο να είναι καλύτερα προστατευμένος σε περίπτωση απόλυσης. Η Κριστίν, μια από τις δυο εκπροσώπους, απέφυγε την απόλυση μετά τη μεγάλη απεργία του 1995. Αυτή η απεργία, της επέτρεψε να πάρει ένα πριμ για τη νυχτερινή εργασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της κινητοποίησης, μια πορεία εκφυλίστηκε σε καβγά με τους υπεύθυνους ασφάλειας να είναι πανταχού παρόντες στο πάρκο. Οι εργαζόμενοι τους αποκαλούν fox, αλεπούδες. Είναι ακριβώς το ίδιο όνομα με τα μοτοποδήλατα της Pizza Hut…
Όταν το κλίμα άρχιζε να χαλάει μέσα στους κόλπους μιας εξειδικευμένης κατηγορίας του προσωπικού, η διεύθυνση της Disney προέβαινε σε γιγαντιαία turn-over στο εσωτερικό ακόμα και της ίδιας της επιχείρησης. Η κάθε ομάδα κατακερματιζόταν και στρεφόταν σε άλλες δραστηριότητες.
Με τον τρόπο αυτό, ο Καρίμ εγκατέλειψε το εστιατόριο για να στραφεί σ’ ένα μεξικάνικο fast-food που βρισκόταν στο εσωτερικό του πάρκου. Από τη μια στιγμή στην άλλη όλο το προσωπικό του ξενοδοχείου πέρασε στο πάρκο. Και όλα αυτά στο όνομα της ιερής «πολυειδίκευσης», η κυρίαρχη λέξη για την αποδοτικότητα εξίσου και στη Disney. Δε χρειάζεται να ζητηθεί η γνώμη των εργαζομένων: «Αν δεν είσαι ευχαριστημένος, δε σε κρατάει κανείς…». Η καινούργια δουλειά του Καρίμ: να μαζεύει τους δίσκους των πελατών που φεύγουν από το εστιατόριο. Από τη στιγμή δε που είχαν αποφασίσει να απολύσουν τον λαντζιέρη (εξαιτίας μείωσης του προσωπικού), όφειλε επίσης να ασχολείται και με τη λάντζα αφού, βέβαια, πρώτα είχε συμμαζέψει. Για 16 ώρες την εβδομάδα κέρδιζε τότε 2.200 φράγκα το μήνα. Εξαιτίας βέβαια της προϋπηρεσίας του.
Μ’ αυτούς τους ρυθμούς μετά από κάποια χρόνια, και βλέποντας πως η συνδικαλιστική μου δράση στην Pizza Hut άρχιζε να φέρνει καρπούς, ο Καρίμ παρουσιάστηκε στις εκλογές ως εκπρόσωπος του προσωπικού. Για μια ακόμα φορά όμως βρέθηκε στην τελευταία θέση της λίστας. Ωστόσο, ο Καρίμ μόλις είχε πάρει μέρος στη μεγαλύτερη απεργία που γνώρισε μέχρι εκείνη τη μέρα η EuroDisney: την απεργία με πορεία του 1998 που διήρκεσε πάνω από τρεις εβδομάδες. Ήταν η επανάσταση στη Disney. Σα να γινότανε πραξικόπημα καταμεσής του πάρκου, καταμεσής του εργοστασίου της σχόλης του αμερικάνικου καπιταλισμού. Ο Καρίμ απέργησε, ακόμα κι αν δεν είχε τίποτα το κοινό με τους καλλιτέχνες της πορείας, από αλληλεγγύη. Με μια συνοδεία εκπροσώπων της CGT της εστίασης, πήγε να κάνει το γύρο όλων των εστιατορίων του πάρκου για να πείσει τους εργαζόμενους να κάνουν στάση εργασίας. Κάποιοι σταμάτησαν για μόλις ένα τέταρτο της ώρας και αυτό ήταν όλο. Δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς απεργία όταν το μόνο που έχει είναι ένας ισχνός μισθός.
Για να τον ανταμείψει γι’ αυτή του την ενέργεια κατά τη διάρκεια της απεργίας, ο εκπρόσωπος της CGT πρότεινε στον Καρίμ να παρουσιαστεί στην ΕΥΑΕ (Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας Εργασίας), προκειμένου να έχει τουλάχιστον δικαίωμα συνδικαλιστικής εντολής. Κανονικά αυτού του τύπου η λειτουργία δεν ωφελεί πρακτικά σε τίποτα. Οι εκλεγμένοι εργαζόμενοι συναντιούνται κάθε τρεις μήνες με τη διεύθυνση για να μεταφέρουν κάποια γενικά πράγματα για τις συνθήκες εργασίας και τίποτα το συγκεκριμένο. Ο Καρίμ όμως ξέρει να χειρίζεται αυτήν την εντολή για να ενοχλεί τη διεύθυνση, να τη θέτει ενώπιον των καθημερινών της υποχρεώσεων. Πρόκειται για έναν νέο συνδικαλισμό λιγότερο θεσμικό και περισσότερο διεκδικητικό.
Ένα μήνα μετά την εκλογή του ο Καρίμ διοργάνωσε την πρώτη απεργία στο fast-food του. Εβδομήντα άτομα κινητοποιήθηκαν για να υπερασπιστούν πέντε εργαζόμενους που αρνούνταν την, επιβαλλόμενη από τη διεύθυνση, «αλλαγή θέσης». Έχοντας δουλέψει δυο χρόνια στο εσωτερικό του fast-food, η διεύθυνση τους υποχρέωσε να πηγαίνουν με karts, καροτσάκια όπου μπορεί κανείς ν’ αγοράσει πάγο και ποπ-κορν μέσα στο πάρκο. Ο Οκτώβριος πλησίαζε και κανείς δεν ήθελε να εκτεθεί στην κακοκαιρία πίσω από ένα γελοίο καροτσάκι. Αποτέλεσμα, οι εν λόγω πέντε εργαζόμενοι απολύθηκαν λόγω «απείθειας». Ο Καρίμ τους πρότεινε να φέρουν την υπόθεση ενώπιον των μελών του εργατοδικείου. Κατόπιν, μάθαμε ότι ο δικηγόρος της Disney τους συνάντησε έναν μήνα πριν δικαστεί η προσφυγή για να τους προτείνει μια φιλική συμφωνία ύψους 45.000 φράγκων (καθαρά από φόρους). Για τις προδιαγραφές πάντως της Disney αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό για εργαζόμενους μερικής απασχόλησης που έχουν μετά βίας δυο χρόνια προϋπηρεσίας. Πάντως αυτό είναι το ποσό που καταβάλλει, υπό κανονικές συνθήκες, η διεύθυνση στους εργαζόμενους όταν τους απολύει μετά από πέντε χρόνια κανονικής εργασίας. Αυτή η αξιοθαύμαστη γενναιοδωρία σήμαινε πως η διεύθυνση δεν είχε επαρκή επιχειρήματα για να νικήσει έναντι των μελών του εργατοδικείου. Η «αλλαγή θέσης» –τι ωραία λέξη!– έχει κι αυτή τα όριά της.
Μετά απ’ αυτήν την πρώτη απεργία, ο Καρίμ βρήκε ένα κόλπο για να ταρακουνήσει τους μάνατζερς: χρησιμοποίησε τη συνδικαλιστική του εντολή για να γνωστοποιήσει γραπτώς τους «σοβαρούς και άμεσους κινδύνους». Πρόκειται κανονικά για μια έκτακτη διαδικασία που ξεκινά όταν τίθεται σε κίνδυνο η ζωή των ίδιων των εργαζομένων, αλλά ο Καρίμ προσέφευγε σ’ αυτή σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Ως εκλεγμένος της ΕΥΑΕ, είχε την εξουσία να εκτιμά και να κοινοποιεί αυτού του είδους τους κινδύνους στην επιθεώρηση εργασίας και η διεύθυνση ήταν υποχρεωμένη ν’ απαντήσει. Μόλις λοιπόν διαπίστωνε κάποιο πρόβλημα, το κατέγραφε ευσυνείδητα στο σχετικό βιβλίο. Για παράδειγμα: μια μηχανή για χυμό πορτοκαλιού που έσταζε στο πάτωμα, θέμα για το οποίο η διεύθυνση είχε δικαίωμα να το πληροφορηθεί ως «σοβαρό και άμεσο κίνδυνο». Ο Καρίμ θα μπορούσε να είχε μιλήσει κατευθείαν στον μάνατζερ, αλλά σίγουρα θα τον έστελνε αμέσως πίσω στο πόστο του. Έτσι, δήλωνε επίσημα τη βλάβη και αυτό δούλευε μια χαρά. Το ίδιο έκανε και με τις μηχανές για ποπ-κορν οι οποίες δεν είχαν προστατευτικό στο πάνω μέρος τους. Αποτέλεσμα, το ζεστό καλαμπόκι πεταγόταν από παντού και έκαιγε καμιά φορά ελαφρά το πρόσωπο του εργαζομένου. Χάρη στον Καρίμ οι μηχανές εφοδιάστηκαν με προστατευτικό και ακολούθησε την ίδια διαδικασία μ’ έναν αποθηκάριο που τραυματίστηκε με το παλετοφόρο, ο οποίος έπρεπε ν’ ανεβαίνει σε πλαγιές με μικρή κλίση από τσιμέντο. Το πρόβλημα είναι ότι καμιά φορά οι παλέτες έπεφταν πάνω στον αποθηκάριο. Αυτό συνιστούσε ένα «σοβαρό και άμεσο κίνδυνο» σύμφωνα με τον Καρίμ. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να ταρακουνήσει τη διεύθυνση, η οποία μέχρι τότε δεν είχε δικαίωμα να πληροφορείται παρά έναν ή δυο «κινδύνους» το χρόνο. Ο ισχυρός παράγοντας του κλάδου της εστίασης της Disney, ο οποίος ήταν μάλιστα και τυνήσιος, προσπάθησε με καλό τρόπο να γίνει φίλος με τον Καρίμ μιλώντας του στ’ αραβικά με στυλ: εσύ κι εγώ είμαστε φίλοι και θα τα βρούμε. Αυτό όμως δε λειτούργησε ποτέ.
Γιατί το κόλπο με τον μάνατζερ που μιλάει αραβικά το είχαν ήδη προσπαθήσει μαζί μου στην Pizza Hut. Είχα προειδοποιήσει τον Καρίμ. Μια φορά που είχα περάσει από το εστιατόριο του Σαίντ-Ουέν στα πλαίσια μια συνδικαλιστικής περιοδείας δεν υπήρχε ψυχή. Όταν μπήκα μέσα ο εργαζόμενος που βρισκόταν στην υποδοχή μου έριξε ένα: «Σαλάμ Αλέκουμ!!». Στην πραγματικότητα, στο μαγαζί αυτό δεν υπήρχαν παρά μόνο Άραβες, συμπεριλαμβανομένου και του μάνατζερ. Αυτός ο τελευταίος μ’ έπιασε από τον ώμο και μου έδωσε να καταλάβω ότι, εγώ κι αυτός, είμαστε ίδιοι: όχι μάνατζερ απέναντι σε συνδικαλιστή, αλλά δυο Άραβες μαζί. Αυτή η συμπεριφορά είναι η πλευρά «κοινωνικού λειτουργού» κάποιων μάνατζερ που είναι μετανάστες. Η Pizza Hut παίζει πολύ με τις κοινότητες. Όπως και οι αγγλοσάξονες. Η λογική τους είναι απλή: «Δε δουλεύεις για την Pizza Hut, δουλεύεις για τον μάνατζερ». Σε ορισμένα δε καταστήματα ο μάνατζερ έχει γίνει αληθινός Θεός-πατερούλης. Οι εργαζόμενοι του είναι ολοκληρωτικά υποταγμένοι, κάτι που δε διευκολύνει τη δουλειά μου. Αυτός ο «εμπορικός» κοινοτισμός αναπτύσσεται ραγδαία και αρχίζει να μου τη δίνει στα νεύρα. Όλως τυχαίως στις επικίνδυνες ζώνες χρησιμοποιούν κατά πλειοψηφία Άραβες και Μαύρους. Στις γειτονιές των αστών στέλνουν να κάνουν τη διανομή Γάλλοι-«γέννημα θρέμμα». Ο πατερναλισμός και ο κοινοτισμός κοιμίζουν την κοινωνική συνείδηση των εργαζομένων. Πρέπει να ξέρει κανείς όμως ότι από τη στιγμή που τα δολάρια συνεχίζουν να ρέουν, η καταγωγή των αφεντικών δεν έχει σε τίποτα να κάνει μ’ αυτή των εργαζομένων τους. Αυτό προσπαθώ να δώσω να το καταλάβουν σε ορισμένους συναδέλφους μου στην Pizza Hut. Το ότι ένας μάνατζερ είναι Άραβας δε σημαίνει ότι δεν είναι επίσης, και κυρίως, ανώτερος στην ιεραρχία. Στο εσωτερικό της επιχείρησης οι σχέσεις υπόκεινται στον κώδικα εργασίας. Αυτό είναι όλο. Όχι σε κοινοτιστικούς κώδικες. Η διεύθυνση της Pizza Hut παίζει πάνω σ’ αυτό, αλλά αυτό στρέφεται, καμιά φορά, εναντίον των συμφερόντων της ίδιας της επιχείρησης. Μια φορά στο κατάστημα του Λεβαλουά διόρισαν έναν Άραβα μάνατζερ, ο οποίος δεν πολυφαινόταν ότι δεν είχε τις ικανότητες να διαχειριστεί το κατάστημα. Όλος ο κόσμος το έβλεπε, αλλά τον είχαν βάλει εκεί με σκοπό ν’ αφοπλίσει τις συγκρούσεις. Φυσικά αυτό δε δούλεψε. Ακόμα και για το πόστο του γραμματέα στην επιτροπή της επιχείρησης έψαξαν να βρουν Άραβα. Αυτός μου έδειξε την αλγερινή κάρτα διαμονής του για να με καλοπιάσει… Όλα είναι καλά προκειμένου να έχει κανείς ειρήνη.
Πάνω λοιπόν στον κοινοτισμό όπως και πάνω σ’ άλλα ζητήματα, ο Καρίμ κι εγώ μάθαμε πολλά από τους κοινούς μας αγώνες. Για παράδειγμα, την τακτική που συνίσταται στο να θέτεις μια σειρά από ερωτήματα στις συνελεύσεις των εκπροσώπων του προσωπικού προκειμένου ν’ ανασύρεις και τα πιο μικρά προβλήματα από την καθημερινή ζωή των εργαζομένων. Χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο αυτή στην Pizza Hut και ο Καρίμ τη μετέφερε στη Disney. Πειστήκαμε για ένα πράγμα: εκείνο που κάνει μια φορά κακό στους μάνατζερ της Pizza Hut κάνει δύο φορές σ’ αυτούς της Disney. Καθώς όμως ο Καρίμ δεν είχε εκλεγεί εκπρόσωπος του προσωπικού, υποχρεώνονταν να διατυπώνει ερωτήσεις και οι φίλοι του από την CGT να τις μεταβιβάζουν αντί γι’ αυτόν στη διεύθυνση. Έτσι, η διεύθυνση έπρεπε, μερικές φορές, ν’ απαντήσει μονομιάς σε πενήντα ερωτήσεις, κάποιες από τις οποίες είχαν τεθεί –πρέπει να τ’ ομολογήσουμε– καθαρά και μόνο για λόγους προβοκατόρικους. Για παράδειγμα, ο Καρίμ έκανε έναν παραλληλισμό μεταξύ των «μελών της ομάδας» Disney και τη μεταχείριση των αφρικανών σκλάβων: «Πώς εξηγείτε εσείς ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σ’ ένα σκάφος του 17ου αιώνα, το οποίο αφήνει το νησί Γκορέ για να πάει στη Βοστόνη;» Δε νομίζω ότι έλαβε ποτέ απάντηση σ’ αυτήν του την ερώτηση.
Με τον τρόπο αυτό, στο πέρασμα του χρόνου σφυρηλατήσαμε τα δικά μας εργαλεία αγώνα απέναντι σε αυτιστικές διευθύνσεις. Αυτή η τακτική που συνίσταται στο να θέτεις, για παράδειγμα, δεκάδες ερωτήματα δεν ήταν παρά η απάντηση στην εξευτελιστική συμπεριφορά ορισμένων μάνατζερ. Ειδικά, δε, ο Καρίμ είχε θέσει το εξής ερώτημα σ’ έναν μάνατζερ που είχε κατηγορήσει μια καινούργια εργαζόμενη πως περίμενε πρώτα να υπογράψει τη σύμβασή της αορίστου χρόνου και μετά ν’ αποφασίσει να μείνει έγκυος: «Η Disney έχει επίσης ως στόχο της να ελέγχει τη γεννητικότητα των εργαζομένων της;» Ακόμα μια ερώτηση χωρίς απάντηση. Τουλάχιστον όμως, η διεύθυνση συγκάλεσε το μάνατζέρ της για να του πει να χαλαρώσει λίγο.
Τελικά ο Καρίμ απολύθηκε στις αρχές του 2002 λόγω «αδικαιολόγητων απουσιών». Εκείνο όμως που τους έβαλε για τα καλά φωτιά στα μπατζάκια ήταν η παρουσία μας στην τηλεόραση και ειδικά στην εκπομπή «Τα προσπαθήσαμε όλα!» του Λωρέν Ρυκιέ, το Μάρτιο του 2001. Είχε προσκληθεί ολόκληρος ο σύλλογος CGT-ταχείας εστίασης στον οποίο ήταν και ο Καρίμ. Για τη διεύθυνση της Disney αυτό είχε την επίδραση ατομικής βόμβας. Από εκεί άρχισε να θέλει πραγματικά να τον απολύσει. Εκείνος δεν ήταν πια το ίδιο πρόθυμος να την πολεμήσει γιατί είχε βρει παράλληλα μια άλλη δουλειά: να επιτηρεί τους υπολογιστές του χρηματιστηρίου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το Σαββατοκύριακο συνέχιζε να κάνει τις 16 εβδομαδιαίες ώρες του στην EuroDisney, αλλά μ’ όλο και λιγότερη όρεξη.
Στην εκπομπή του Ρυκιέ λοιπόν, ο Καρίμ ξαναείπε όλα όσα όλος ο κόσμος ήξερε ήδη: η Disney είναι καλή για τους τουρίστες, όχι όμως για τους εργαζόμενους. Υπενθύμισε επίσης τις επαναλαμβανόμενες απολύσεις, η τελευταία εκ των οποίων αφορούσε μια κοπέλα που έδωσε δωρεάν φαγητό σε ένα φίλο της που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Το πιο εντυπωσιακό ήταν πως η παρουσία μας στην τηλεόραση δεν ενθουσίασε καθόλου ούτε και τους μόνιμους υπαλλήλους της CGT της πόλης Νουαζίλ, από την οποία εξαρτάται η Disney. Κατηγόρησαν τον Καρίμ πως δεν είχε περάσει απ’ αυτούς και πως δεν τους είχε προειδοποιήσει για την πρόσκλησή του στην τηλεόραση, ενώ ήταν σχεδόν ο μόνος που δραστηριοποιούνταν στο πάρκο! Κατηγορία του τύπου: ποιος είναι αυτός ο τύπος τώρα που μιλάει στο όνομά μας; Ο Καρίμ, όπως και ‘γω, γρήγορα αντιμετώπισε προβλήματα με τη CGT. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα, ενώ όλοι υποτίθεται αγωνιζόμαστε για καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Ο Καρίμ όμως βρέθηκε εκτός παιχνιδιού εξαιτίας μιας άλλης ιστορίας. Υπερασπίστηκε μια εργαζόμενη την οποία χτύπησε –στην κυριολεξία χτύπησε– ένας μάνατζερ. Η εργαζόμενη αυτή μπορεί να ήταν εντελώς καχεκτική, με το ζόρι σαράντα κιλά, αλλά δεν είχε καθόλου μικρή γλώσσα. Μια μέρα ο μάνατζερ της είπε να βιαστεί και αυτή του είπε να την παρατήσει ήσυχη. Τότε εκείνος την έπιασε από τα μπράτσα, την έσπρωξε και της έδωσε ένα χαστούκι. Το ίδιο βράδυ πήγε με τον πατέρα της στο Αστυνομικό Τμήμα, στο οποίο ανήκει η Disney, προκειμένου να καταθέσει καταγγελία. Στο τμήμα όμως αρνήθηκαν να δεχτούν την καταγγελία της με την πρόφαση πως δεν υπήρχαν «εμφανή σημάδια». Την επόμενη ημέρα θυμωμένος ο Καρίμ εναντίον της Disney και εναντίον των αστυνομικών πήγαν μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα, δεν έτυχαν όμως καλύτερης υποδοχής. Πήγε λοιπόν τη συνάδελφό του που ήταν ακόμα τραυματισμένη στα έκτακτα περιστατικά για να πάρει μια ιατρική βεβαίωση. Κατά τη διάρκεια όλης της υπόλοιπης εβδομάδας ο Καρίμ παρενοχλούσε τον μάνατζερ κάνοντας τον δημόσια ρεζίλι, υπενθυμίζοντάς του σε κάθε στιγμή πως είχε χτυπήσει μια κοπέλα, η οποία ήταν τα μισά κιλά απ’ αυτόν. Εντούτοις, αυτό δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε: ένας σεφ είχε ήδη σπάσει το χέρι μιας σερβιτόρας χωρίς να τιμωρηθεί στο ελάχιστο. Η διεύθυνση τον υποχρέωσε μόνο να πάρει την άδειά του αμέσως μετά το περιστατικό προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Σίγουρα ο Καρίμ μπορεί να μην κέρδισε σπουδαία πράγματα μ’ αυτήν την υπόθεση, αλλά τουλάχιστον η κοπέλα δεν είχε την εντύπωση πως είναι μόνη απέναντι στη μηχανή Disney. Γενικά βέβαια μιλώντας δεν μπορούμε να πούμε πως ο Καρίμ πήρε την ικανοποίηση πολλών εκ των συγκεκριμένων διεκδικήσεων στα εφτά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων δούλεψε στην EuroDisney. Κατόρθωσε όμως ν’ αποτρέψει αρκετές καταχρηστικές απολύσεις. Ειδικά μάλιστα για έναν οικογενειάρχη εργαζόμενο, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι είχε κλέψει μια, ξεχασμένη από τους πελάτες, κάμερα στο τραπέζι ενός εστιατορίου, αντί να την παραδώσει στον μάνατζερ. Η διεύθυνση κάλεσε την αστυνομία και του έβαλαν χειροπέδες μπροστά σ’ όλους του τους συναδέλφους. Τον προφυλάκισαν… Η διεύθυνση όμως δεν κατάφερε ν’ αποδείξει την κλοπή και ο Καρίμ πέτυχε την επαναπρόσληψή του.
Απλό μέλος της ΕΥΑΕ της Disney, παρατημένος από τους τοπικούς και εθνικούς συνδικαλιστές, σιγά-σιγά κατατροπώθηκε από τη διεύθυνση. Με την κλασική διαδικασία: οι απολύσεις έπεφταν με την παραμικρή αδικαιολόγητη απουσία (οι οποίες εξάλλου είναι πάρα πολλές μεταξύ των εργαζομένων του πάρκου). Όταν άνοιξαν το δεύτερο πάρκο ο Καρίμ μας ζήτησε να έρθουμε για μια μικρή πορεία με την επιτροπή υποστήριξης των απεργών του McDonald’s Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Καταλάβαμε γρήγορα πως ο Καρίμ είχε γίνει ο στόχος της διεύθυνσης. Οι σεκιούριτι του πάρκου –οι fox– δεν τον άφηναν στην ησυχία του. Επιστρέφοντας σπίτι του δέχτηκε μία πρόσκληση για συζήτηση που προηγούνταν της απόλυσης. Παρουσιάσθηκε ενώπιον της επιτροπής της επιχείρησης, η οποία ψήφισε ενάντια στην απόλυσή του, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του συνδικάτου των ανεξάρτητων που ανήκε στη διεύθυνση. Στην πραγματικότητα όμως, η CGT δεν τον υποστήριζε πια και ο επιθεωρητής εργασίας αποδέχθηκε την απόλυσή του μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Στην περιοχή δεν αστειευόμαστε με την Disney που αποτελεί ένα αληθινό κράτος εν κράτει στο Σαιν-ε-Μαρν. Ο Καρίμ άρχισε να τους χαλάει την εικόνα, ιδιαίτερα συμμετέχοντας στις απεργίες των McDonald’s και της Pizza Hut στο Παρίσι, οι οποίες μεταδόθηκαν από τα Μ.Μ.Ε.
Ο Καρίμ θυμάται συχνά το συμβάν εκείνο που τον ώθησε ν’ ασχοληθεί με το συνδικαλισμό: την απόλυση-εξπρές του συναδέλφου του Ντοσό, αυτού του ηλικιωμένου συνδικαλισμένου στη CFTC από την Ακτή του Ελεφαντοστού, ο οποίος δούλευε σκληρά, αλλά σίγουρα όχι αρκετά για την Disney. Μόλις άνοιξε το στόμα του και είπε πως έχει πόνους στην πλάτη και πως θα ήθελε καλύτερα να του ανέθεταν λιγότερο βαριά καθήκοντα, τον απέλυσαν. Από τη μια μέρα στην άλλη. Ο Καρίμ σοκαρίστηκε που είχε παρευρεθεί σ’ αυτήν τη σκηνή χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Ο Ντοσό δεν ήταν ούτε αρκετά νέος ούτε αρκετά ευλύγιστος. Η ίδια η διεύθυνση το επιβεβαίωσε άλλωστε μια μέρα: ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων στην Disney δε θα πρέπει να ξεπερνά τα 22 χρόνια. Σήμερα στα 34 χρόνια του ο Καρίμ έγινε σεκιουριτάς σ’ αποθήκες και εργοτάξια.
Αν δεν είχα γνωρίσει τον Καρίμ από τότε που ήμασταν πιτσιρίκια στο Λεβαλλουά, οι αγώνες της Pizza Hut και οι αγώνες της Disney ποτέ δε θα συνδέονταν μεταξύ τους. Ακόμα κι αν το εργατικό δυναμικό, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας είναι παρόμοιες, θα ήταν δύσκολο να κάνει κανείς τη σύνδεση έστω κι αν διαμεσολαβούσε η συνομοσπονδία Εμπορίου της CGT. Πρόκειται στ’ αλήθεια για τυχαίο γεγονός το ότι δυο παιδικοί φίλοι από προάστιο του Παρισιού ξαναβρίσκονται ο ένας στην Pizza Hut και ο άλλος στην Disney; Και αν αυτό είναι απλά και μόνο αναπόφευκτο;
Το ίδιο αναπόφευκτο είναι επίσης και αυτό το νέο που μόλις έλαβα: η διεύθυνση της Pizza Hut μόλις προσέλαβε ένα νέο υπεύθυνο ανθρωπίνων πόρων. Και μαντέψτε από πού έρχεται;
Από… όχι δεν είναι δυνατόν...
Ναι! Κατευθείαν από τη EuroDisney!
Τελευταίο αίνιγμα: πού δουλεύει τώρα πια ο παλιός υπεύθυνος της Pizza Hut;
Στα McDonald’s.
Στην ταχεία εστίαση τα στελέχη είναι το ίδιο εναλλάξιμα όπως και οι εργαζόμενοι.