Το κοινωνικό χρονικό ενός McJober

Στη μητέρα μου που μας μεγάλωσε μ’ αγάπη.
Στον πατέρα μου που πολέμησε για την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Στους αδελφούς και τις αδελφές μου για την υποστήριξή τους.
Στην Λουζ το φως μου

Το κοινωνικό χρονικό ενός McJober

Τριάντα λεπτά με το χρονόμετρο. Οι πελάτες έχουν τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι τους, ακριβώς όπως και ο μάνατζερ που δε χάνει ποτέ του την ευκαιρία να μας κάνει παρατηρήσεις ακόμα και για την παραμικρή καθυστέρηση. Κάθε βράδυ, στο κλείσιμο του καταστήματος, κάνει τους λογαριασμούς και μοιράζει τους καλούς βαθμούς: «το 95% των παραγγελιών είναι εντός του χρόνου παράδοσης. Μια χαρά παιδιά!». Ή ακόμα: «Λιγότερο από 90%! Μα τι έχετε πάθει ρε παιδιά; Αν φοβάστε το μοτοποδήλατο, δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ». Όσο για μένα, όπως και για δεκάδες χιλιάδες άλλους νέους, βρίσκομαι στο μέσο όλων αυτών, μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου λεπτού του χρονομέτρου, μεταξύ του πελάτη και του μάνατζερ. Στη γλώσσα της επιχείρησης αυτό το αποκαλούμε: ένας «πολυειδικευμένος εργαζόμενος», που έχει προσληφθεί για να αποψύχει, να ετοιμάζει, να οδηγεί, να καθαρίζει. Καλός για όλα, ή μάλλον, «καλός σε τίποτα», όπως λέει και ο μάνατζερ. Χωρίς εμένα όμως δεν έχει γρήγορη πίτσα. Τριάντα λεπτά για να παρθεί η παραγγελία, να ετοιμαστεί η πίτσα, να ψηθεί και να μεταφερθεί με κάθε καιρό. Αυτό απαιτεί ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό και μια καλή δόση από «σκληρό» μάνατζμεντ.
Από τότε που αποφάσισα να καταγγείλω έντονα και δυνατά τις συνθήκες εργασίας μας και να παλέψω δημόσια ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut, βρήκα μια εντυπωσιακή ανταπόκριση στα ΜΜΕ, στο δρόμο, στα πολιτικά κόμματα, στους αγωνιστές της αριστεράς, αλλά και ακόμα παραπέρα. Ο κόσμος ενδιαφέρεται να μάθει για το τι συμβαίνει στις κουζίνες, για το πώς μας μιλάνε, για το πόσα μας πληρώνουν. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι όπως και εγώ: νέοι, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που προορίζονται για τις ώρες αιχμής το μεσημέρι και το βράδυ και που σπάνια μένουν πάνω από ένα ή δυο χρόνια στην επιχείρηση. Στο σημείο αυτό εγώ αποτελώ εξαίρεση: πάνε τώρα περισσότερα από δέκα χρόνια που εργάζομαι στο κατάστημα διανομής του Λεβαλουά-Περέ, στο Ω-ντε-Σαιν κοντά στο Παρίσι. Δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθα τουλάχιστον ένα πράγμα: περισσότερο και από τη σάλτσα ντομάτας ή το αποψυγμένο λαρδί, το αμερικάνικο μάνατζμεντ είναι το βασικότερο συστατικό της γρήγορης πίτσας. Στο κατάστημά μου έχω ήδη δει να περνούν καμιά δεκαριά από μάνατζερς που γενικά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ξαναβολευτούν σε άλλη δουλειά στη συνέχεια. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το σύστημα να δουλεύει. Όλα εξαρτώνται από την ικανότητά τους να βάζουν τους εργαζόμενους (συχνά φοιτητές ή και επισφαλείς) υπό πίεση. Ό,τι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή προκειμένου να είναι κανείς εντός του χρόνου χωρίς όμως και να εκραγεί το εργατικό δυναμικό.
Η έκρηξη όμως έρχεται πάντα κάποια στιγμή. Πιστεύω, εκ πείρας, ότι κανένας δεν μπορεί να αντέξει αυτό το περιβάλλον για χρόνια. Στο κατάστημα του Λεβαλουά, όπως και οπουδήποτε αλλού, σπάνια βλέπουμε τις ίδιες φάτσες δυο χρόνια στη σειρά. Εκτός βέβαια από τη δικιά μου, γιατί εγώ (ακόμα) δεν έχω εκραγεί. Δεν είναι τόσο η επιθυμία που μου λείπει, η οποία υπάρχει άλλωστε σχεδόν από την πρώτη μέρα, όσο το γεγονός ότι έθεσα σε λειτουργία ένα είδος παθητικής αντίστασης. Για κάποιους απλούς λόγους καλής θέλησης και αξιοπρέπειας αρνήθηκα να προσαρμοστώ στην οποιαδήποτε παράλογη εντολή του μάνατζέρ μου. Αρνούμενος πάντοτε όλες τις πιέσεις και τις κριτικές για την υποτιθέμενη αργοπορία μου. Μετά από λίγο ήθελα να γίνω ο κόκκος της άμμου που θα έκανε την ωραία τους μηχανή να ντεραπάρει. Να είμαι αυτός που θα μείνει αντί να φύγει. Αντιστάθηκα στο turn-over, σ’ αυτή τη μέθοδο που οδηγεί στην εξουθένωση ένα τεράστιο αριθμό εργαζομένων πάνω στο καθήκον. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η αστάθεια είναι πρόβλημα των ίδιων των νέων εργαζομένων που δεν καταφέρνουν να σταθεροποιηθούν κάπου ή που κατευθύνονται προς άλλους ορίζοντες. Αυτό όμως δεν ισχύει γιατί αντίθετα το turn-over είναι το κλειδί της επιτυχίας στο χώρο της ταχείας εστίασης. Σ’ αυτό το χώρο, μετά το πέρας κάποιων μηνών ή ίσως κάποιων εβδομάδων, ο εργαζόμενος δεν είναι πια αρκετά παραγωγικός. Αυτή τη δουλειά μπορείς να την αντέξεις για ένα καλοκαίρι όσο είσαι φοιτητής, γρήγορα όμως γίνεται ανυπόφορη όταν πρόκειται να περάσεις σ’ αυτή όλη σου τη ζωή. Αυτό το ξέρουν καλά η Pizza Hut, τα McDonald’s, το Quick, η Disney και όσο βέβαια υπάρχει νέο σε ηλικία και κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό που περιμένει για δουλειά στο Γραφείο Εύρεσης Εργασίας [ΑΝΡΕ, ανάλογο του ΟΑΕΔ, Σ.τ.Μ]…
Η ιστορία της Pizza Hut είναι υποδειγματική: γιγαντιαίος συγκεντρωτισμός, αμερικανικά κεφάλαια και μια θυγατρική γαλλική εταιρία… Καμιά αμφιβολία ότι σε οικονομικό επίπεδο πρόκειται για σωστό θρίαμβο. Στη Γαλλία, η φίρμα δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση πολλών μικρών επιχειρήσεων οι οποίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πέρασαν υπό αμερικανικό έλεγχο. Η φίρμα της Pizza Hut ανήκει από τότε στον όμιλο YUM Brands, πρώτο όμιλο σε παγκόσμιο επίπεδο στο χώρο της εστίασης με 32.000 σημεία πώλησης πάνω στον πλανήτη! Και δεν είναι μόνο αυτό. Η εταιρία YUM ανήκει κι αυτή με τη σειρά της στο γαλαξία της Pepsi Co, αυτή ξέρετε με τις τόσο ωραίες σόδες. Ο βραχίονας εστίασης της Pepsi περιλαμβάνει λοιπόν την Pizza Hut, αλλά επίσης την Kentucky Fried Chicken, την Taco Bell και αρκετές άλλες αλυσίδες fast-food στις ΗΠΑ. Η εταιρία αυτή παρουσιάζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ετήσιο τζίρο της τάξης των 22,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χάρη κυρίως, στους δεκάδες χιλιάδες «πολυειδικευμένους εργαζόμενους της» που σε όλο τον πλανήτη λιώνουν στη δουλειά.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν πήρε κανείς στα σοβαρά τα προβλήματα που τίθενται από αυτό το νέο είδος εργασίας. Ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα συνδικάτα, ούτε ο νόμος. Εγώ βρίσκομαι στην πιο κατάλληλη θέση για να πω ότι η «πολυειδίκευση» και η «ταχύτητα» (οι δυο αγαπημένες λέξεις των μάνατζερς) δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις ίδιες τις συνθήκες εργασίας –με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν καταπατάτε το ίδιο το εργατικό δίκαιο. Ευτυχώς για τα αφεντικά, ο εργαζόμενος πληθυσμός στην ταχεία εστίαση δεν παρουσιάζει και πολύ διεκδικητικό προφίλ. Πρόκειται πρώτα και κύρια για φοιτητές (περίπου το 40%), για νέους προς αναζήτηση του πρώτου επάγγελματός τους, για ανέργους, για μητέρες. Για ανθρώπους δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Αναπτύσσοντας τη δραστηριότητά τους στην πλάτη αυτού του ανασφάλιστου πληθυσμού, οι φίρμες της ταχείας εστίασης έχουν πιάσει το τζακπότ.
Το σύστημα στηρίζεται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό πάνω στην παραγωγικότητα ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού. Γιατί εταιρίες όπως τα McDonald’s ή η Pizza Hut επιτρέπουν πρακτικά στον καθένα να κερδίσει λεφτά. Βέβαια, πολύ λίγα λεφτά και σίγουρα όχι αρκετά ώστε να μπορεί να ζήσει, μιας και υπάρχει αποκλειστικά και μόνο η ημιαπασχόληση (450 ευρώ το μήνα), ένα ποσό για να περνάς ίσα-ίσα το μήνα σου όσο είσαι φοιτητής και για να επιβιώνεις με το ζόρι όταν είσαι τριάντα χρονών. Για κάποιους, αυτό το είδος δουλειάς είναι το πρώτο βήμα στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας, γι’ άλλους είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν το ταμείο ανεργίας (RMI). Σήμερα, στο χώρο των διανομών, των ξενοδοχείων ή ακόμα και των τηλεφωνικών κέντρων, αυτών των μεγάλων τηλεφωνικών εγκαταστάσεων όπου επισφαλείς εργαζόμενοι απαντούν σε κλήσεις πελατών από ολόκληρο τον κόσμο, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν την εκμετάλλευση. Σ’ όλους αυτούς τους κλάδους, η μερίδα των επισφαλών εργαζομένων (των ημιαπασχολούμενων, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (CDD), των προσωρινών) αυξάνεται ραγδαία. Μόνο στην ταχεία εστίαση η αύξηση ήταν 7% για το 2001. Με 100.000 ανθρώπους σήμερα, εκ των οποίων οι περισσότεροι εργάζονται πίσω από τον πάγκο ή στην κουζίνα, ο τζίρος τετραπλασιάστηκε αυτά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια.
Για όλους αυτούς, και κυρίως για όλους εκείνους στην ταχεία εστίαση που κερδίζουν με το ζόρι το μισό του βασικού μισθού, θέλησα να κινήσω τα πράγματα. Από το 2000 αρκετές μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων αντιμετώπισαν απεργίες, όλο και πιο άγριες όλο και μεγαλύτερης διάρκειας, οι οποίες αντανακλούν ένα είδος κρίσης στην ανάπτυξη του τομέα. Προφανώς, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας δεν προόδευσαν το ίδιο γρήγορα με τους αριθμούς του τζίρου. Χρειάστηκε να περιμένουμε τις αρχές του 2001 για τα πρώτα κύματα απεργιών σε δυο εστιατόρια, των McDonald’s και της Pizza Hut του Παρισιού, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τα ΜΜΕ και το ευρύ κοινό τις συνθήκες εργασίας μας και τη διαρκή πίεση που υφίστανται οι διανομείς πίτσας και οι πωλητές χάμπουργκερ. Ο αγώνας λοιπόν, ενάντια στα McDonald’s και την Pizza Hut είναι κοινός. Υπάρχει ένας φυσικός δεσμός μεταξύ αυτών των δυο εταιριών. Μοιράζονται το ίδιο φοιτητικό εργατικό δυναμικό, τον ίδιο πυρήνα του εμπορίου, τους ίδιους μάνατζερς. Μόνο το προϊόν αλλάζει, αν και βέβαια πάλι, και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για κατεψυγμένο. Εξ’ άλλου εγώ δεν τρώω πια πίτσα διανομής όπως ούτε και χάμπουργκερ. Δεν το αντέχω από τότε που έμαθα τα «μικρά μυστικά της παραγωγής» τους.
Αυτοί οι πρώτοι αγώνες στην πορεία τους συνάντησαν και άλλους αγώνες: τους αγώνες στη Euro Disney, στο Quick, στα Maxi-Livres, στο Kiabi, στην Extrapole, εκείνους των νέων εργαζομένων με ληγμένη σύμβαση, των καμαριέρων της Accor, ακόμα και των πακιστανών μαγείρων της αλυσίδας Frog που απέργησαν το 2003. Το γεγονός ότι οι αγώνες μας δεν αποτελούν πια πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως εμείς δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. Αντιθέτως, όσο περισσότερο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο γίνεται και πιο επιτακτικό για εμάς να «ασφαλίσουμε» αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες επισφαλή επαγγέλματα. Μιλώντας γι’ αυτά και καθιστώντας τα πρόβλημα της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό είναι και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε απ’ το να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια κοινωνία αμερικάνικου τύπου, όπου κανόνας για τους νέους –ή και για τους λιγότερο νέους– θα είναι η επισφάλεια, οι ψυχολογικές πιέσεις του μάνατζερ, η εργασία σε αξιοθρήνητες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, χωρίς να αναφέρουμε τις καταχρήσεις που αφορούν τις υπερωρίες, τους μισθούς που δε λένε να ξεκολλήσουν και το συνδικαλιστικό στιγματισμό…
Για αυτό το λόγο ήθελα να γράψω το παρόν βιβλίο. Η μαρτυρία αυτή, που ελπίζω να είναι επαρκής, στον ίδιο βαθμό μ’ ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση ή με ένα άρθρο στον τύπο, φιλοδοξεί να γίνει ένα εργαλείο αγώνα και ερμηνείας. Για μένα αποτελεί επίσης ένα μέσο για να γυρίσω σελίδα μετά από δέκα χρόνια εξουθενωτικής εργασίας και αγώνα ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut.
Θέλω ν’ απευθυνθώ άμεσα στους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους της ταχείας εστίασης, που πολλοί απ’ αυτούς διστάζουν να έρθουν στο κίνημά μας. Είναι αλήθεια ότι στους αγώνες αυτούς κινδυνεύουμε συχνά να χάσουμε τη δουλειά μας. Όντας απολυμένος και επαναπροσληφθείς δυο φορές, είμαι σε θέση αυτό να το γνωρίζω καλά. Στ’ αλήθεια όμως, τι έχουμε να χάσουμε; Μήπως μια σύμβαση αορίστου χρόνου (CDI) 20 ωρών την εβδομάδα και ένα μισθό της τάξης των 450 ευρώ το μήνα; Ή μήπως τις αναξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας μας και τον μάνατζερ που απαιτεί σιωπή στις τάξεις του; Όσο πιο πολύ λοιπόν μιλάμε και διεκδικούμε, τόσο βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Ωστόσο, κατανοώ εξίσου και τον κίνδυνο να χάσουν ορισμένοι εργαζόμενοι τη δουλειά τους. Το όριο μεταξύ επισφάλειας και εξαθλίωσης είναι συχνά πολύ λεπτό. Η εργοδοσία ποντάρει σ’ αυτό γιατί μια κοινωνία σε κατάσταση μαζικής εξαθλίωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί, ενώ αντίθετα μια κοινωνία με επισφαλείς εργαζόμενους, που της κοστίζουν λίγα συμβόλαια ορισμένου χρόνου και ημιαπασχόλησης, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη και ελέγξιμη. Αυτήν ακριβώς την καινούργια και αναδυόμενη κατηγορία εργαζομένων θέλω εδώ να περιγράψω. Όχι για να εκλιπαρήσω ή για να «ξοφλήσω» το χρέος μου στ’ αμερικανικά μου αφεντικά, αλλά για να δώσω το λόγο σ’ εκείνους που δε μιλούν συχνά.