Προλογικό Σημείωμα



Ο Αμπντέλ Μαμπρουκί, γάλλος αλγερινής καταγωγής και συνδικαλιστής της CGT, εργάζεται για περισσότερα από δέκα χρόνια στην Pizza Hut Γαλλίας. Ωθούμενος από την πραγματικότητα της μαζικής ανεργίας και την οικονομική κρίση των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, το καλοκαίρι του 1993 πιάνει δουλειά στην εν λόγω πολυεθνική, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα ενός εργασιακού κλάδου όπως αυτός της ταχείας εστίασης. Έχοντας από πολύ νωρίς παρατήσει το σχολείο, χωρίς πρότερη συνδικαλιστική ή πολιτική εμπειρία και με αφορμή την εκμετάλλευση και την καταπίεση που καθημερινά υφίσταται στο υποκατάστημα της Pizza Hut όπου εργάζεται, αποφασίζει να αναλάβει δράση και να συμβάλλει στην οργάνωση των πρώτων απεργιών στο χώρο του γρήγορου φαγητού, που στις αρχές του 2000 θα οδηγήσουν στην πρώτη μεγάλη από κοινού απεργία διάρκειας της Pizza Hut και των MacDonald’s στο Παρίσι.
Στο βιβλίο αυτό, ο Μαμπρουκί καταθέτει την εμπειρία της καθημερινής εκμετάλλευσης αλλά και αντίστασης, απέναντι στις σύγχρονες πολιτικές του μάνατζμεντ και τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής στον τριτογενή τομέα. Παρά τον πόλεμο που του κηρύττει ο μάνατζερ του υποκαταστήματος προκειμένου να τον εξαντλήσει και να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση, ο Μαμπρουκί αρνείται να υποκύψει στις απαιτήσεις του και μετατρέπει το χώρο της λάντζας, στον οποίο προσωρινά τον εξορίζει ώστε να τον απομονώσει, σε μέρος συζήτησης των καθημερινών προβλημάτων του με τα αφεντικά και δημιουργίας συναδελφικών σχέσεων με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Με τη μαρτυρία όμως αυτή ο Μαμπρουκί θέτει και μια σειρά από ζητήματα τα οποία, ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που τελικά δίνονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αποτυπώνουν ξεκάθαρα τα βασικά προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι όσοι και όσες επιλέγουν να αντιπαρατεθούν καθημερινά με την κυρίαρχη πλέον επισφαλή συνθήκη εργασίας. Ζητήματα που αφορούν στο πώς μπορεί να ξεκινήσει και να οργανωθεί μια δράση (απεργία, διαδήλωση) απέναντι στις μικρές και ευέλικτες μονάδες παραγωγής του τριτογενούς τομέα (μια απεργία στο χώρο του γρήγορου φαγητού για παράδειγμα πρέπει να ξεκινά από ένα συγκεκριμένο υποκατάστημα ή ταυτόχρονα από πολλά;), όπως και το πώς είναι δυνατό να συντονιστούν και να έρθουν σε άμεση επικοινωνία οι ίδιοι οι εργαζόμενοι προκειμένου να αναλάβουν δράση (μέσω των παραδοσιακών μεθόδων συνδικαλιστικής δράσης;). Ζητήματα δηλαδή που έχουν να κάνουν με τη μορφή των σχέσεων που δημιουργούνται με τα αφεντικά, με τους τρόπους που αυτά επινοούν ώστε να επιβάλουν την εργασιακή ειρήνη, όσο και μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων με δεδομένο το μεγάλο turn-over και τις συνεχείς απολύσεις. Ζητήματα που αφορούν τη σχέση με τα συνδικάτα, και συγκεκριμένα τη CGT, και τα προβλήματα που προκύπτουν για όποιον επιλέγει να παλέψει στις γραμμές τους. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση ενός αγώνα με τα ΜΜΕ και τη σχέση του με άλλους αγώνες και πολλά άλλα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κάθε σκοπιά.
Πέρα από την προσωπική του στάση και συμπεριφορά, με πλήθος παραδειγμάτων και ανεκδοτολογικό υλικό από τους χώρους δουλειάς, ο Μαμπρουκί θεωρεί αναγκαίο να αναφερθεί στις εργασιακές εμπειρίες συναδέλφων από άλλους κλάδους του τριτογενή, όσο και τις σχέσεις που έχει δημιουργήσει μαζί τους. Και αν το κάνει αυτό δεν είναι μόνο για να περιγράψει την αναδυόμενη φιγούρα του επισφαλούς εργαζόμενου, αλλά και για να δώσει, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει, «το λόγο σ’ εκείνους που δε μιλούν συχνά».
Παρά τις όποιες πολιτικές διαφωνίες μπορεί να υπάρχουν ο Μαμπρουκί ως εργάτης του τριτογενούς, ως εκμεταλλευόμενος και ως πολιτικό υποκείμενο του αγώνα, που μάλιστα έχει διαμορφωθεί και γαλουχηθεί μέσα από αυτόν, είναι ένας από εμάς. Ένας από εμάς που βιώνει καθημερινά την επισφαλή συνθήκη και τη σκλαβιά της μισθω-τής σχέσης και αγωνίζεται, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ενάντια στα νέα δεδομένα της καπιταλιστικής παραγωγής και τις στρατηγικές κινήσεις των ίδιων των αφεντικών. Με την έννοια αυτή, τα προβλήματα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό και προκύπτουν μέσα από την εμπειρία του εκεί αγώνα τα συναντήσαμε και εξακολουθούμε να τα συναντάμε μπροστά μας και εδώ, κάθε φορά μάλιστα που αποφασίζουμε να σπάσουμε τον άρρητο κώδικα σιωπής και να αντιπαλέψουμε την αυξανόμενη εκμετάλλευση και καταπίεση που καθημερινά δεχόμαστε στους χώρους δουλειάς μας.
Θεωρήσαμε σκόπιμο λοιπόν να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε το βιβλίο αυτό προκειμένου να συμβάλλουμε και εμείς στην κυκλοφορία των αγώνων εκείνων που τα τελευταία χρόνια ξεσπάνε ενάντια στην επισφάλεια, στη διάδοσή τους και την γνωστοποίησή τους πρώτα από όλα στους ίδιους τους εργαζόμενους του εργασιακού κλά-δου που αφορά πιο άμεσα και προφανώς και σε όσους και όσες αγωνίζονται ενάντια στις νέες αυτές μορφές εκμετάλλευσης. Κρίνουμε πως αποτυπώνει καλά την κατάσταση που επικρατεί όχι μόνο στο συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, αλλά γενικότερα στη σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή. Επιπλέον, αποτελεί τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ζει καθημερινά την επισφαλή συνθήκη, και όχι ενός τρίτου εξωτερικού προς αυτή, που απλώς περιγράφει μια κατάσταση χωρίς να έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειές της. Έτσι, το λόγο παίρνουν τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα και ειδικά εκείνοι και εκείνες που βιώνουν «από τα μέσα» μια κατάσταση εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Έστω κι αν η έκδοση μιας αυτοβιογραφίας επικεντρώνεται στην καταγραφή της ατομικής διαδρομής ενός εργαζόμενου, ωστόσο η συγκεκριμένη βιογραφία θεωρούμε πως μαρτυρά επαρκώς τη σύγχρονη εργασιακή συνθήκη της επισφάλειας και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην παραγωγή με τις οποίες οποιοσδήποτε εργαζόμενος, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το φύλο και την προέλευσή του, έρχεται αντιμέτωπος.
Η έκδοση αυτή για εμάς έχει ως απώτερο σκοπό να συμβάλλει στη συζήτηση πάνω στις συνθήκες εργασίας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως εργαζόμενοι στην καθημερινότητά μας, όπως και στους τρόπους αγώνα και δράσης που είναι δυνατό να αναπτυχθούν εδώ και για εμάς σήμερα. Η αποτίμηση του λόγου αυτού καθώς και των ζητημάτων που θίγει η συζήτηση αυτή, που προφανώς δεν μπορεί να γίνει εδώ, θα μας απασχολήσει ξανά και στο μέλλον.

Σ.τ.Μ.: Ο όρος του πρωτότυπου precarite έχει αποδοθεί παντού στο κείμενο, παρά τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες που αυτός παρουσιάζει, με τον όρο «επισφάλεια».


Το βιβλίο Η Γενιά της Επισφάλειας γράφτηκε σε συνεργασία με τον Thomas Lebegue, δημοσιογράφο της Libération και εκδόθηκε το 2004 από τον εκδοτικό οίκο Le Cherche-Midi. Η χρήση του είναι ελεύθερη.


Η έκδοση