2. H Pizza Hut κι εγώ

2. H Pizza Hut κι εγώ

Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια ακόμα θέτω στον εαυτό μου την ερώτηση: γιατί μπήκα σ’ αυτό το κατάστημα διανομής της Pizza Hut στο Λεβαλουά-Περέ; Σήμερα, μετά και από τόσα χρόνια, μπορώ να μου αναγνωρίσω «ελαφρυντικά λόγω περιστάσεων». Ήμουν 21 χρονών, είχα παρατήσει το σχολείο στη δευτέρα γυμνασίου και πήγαινα από πρακτικές ασκήσεις της πλάκας σε προσωρινές δουλειές.
Α, ναι… ο θαυμάσιος κόσμος του προσωρινού, το βασίλειο της επισφαλούς εργασίας, που με τόσο έντονο τρόπο έχει κάνει την εμφάνισή του αυτά τα τελευταία χρόνια, απασχολώντας σήμερα πάνω από 500.000 άτομα. Από την πλευρά μου, βοήθησα πολύ στο στήσιμο και στο ξεστήσιμο πάγκων στο εκθεσιακό πάρκο της πύλης των Βερσαλλιών. Έπρεπε να σηκώνομαι στις 5:30 το πρωί, επί δεκαπέντε μέρες συνεχόμενα. Μας ζητούσαν να φοράμε παπούτσια ασφάλειας που ζύγιζαν τόνους ολόκληρους, καθώς και να έχουμε μαζί μας ένα κατσαβίδι κι ένα σφυρί. Μαζί μου ήταν και πολλοί Πορτογάλοι εργάτες που, με το που έφταναν στις 6:30 το πρωί, την έπεφταν επί τόπου στην μπύρα! Εκεί συνάντησα και το πρώτο αληθινό μικρό μου αφεντικό, του οποίου ο σκοπός ήταν να μας κάνει να δουλεύουμε με τη μέγιστη ταχύτητα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. «Εμπρός, οι προσωρινοί, κάντε γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα». Σ’ αυτήν την αποστολή συνάντησα και την πρώτη μου απεργία! Για να πω την αλήθεια δεν ήμουν μέσα. Οι μισθωτοί έκαναν στάση εργασίας και μας ζήτησαν να μην πάμε να δουλέψουμε. Η απεργία όμως για έναν προσωρινό δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Αν πάρεις μέρος να ‘σαι σίγουρος πως δε θα σε ξανακαλέσουν για δουλειά. Τελικά, το αφεντικό του εργοταξίου προτίμησε οι προσωρινοί να γυρίσουν σπίτια τους για να μη φουντώσει η κατάσταση. Παρόλα αυτά όμως, πληρωθήκαμε!
Βιδώναμε, ξεβιδώναμε όλη την ημέρα σέρνοντας τα παπούτσια με τις μολύβδινες σόλες. Στο διάλειμμα για κολατσιό, έτρεχα στην καραβάνα μου. Και σχεδόν πάντα έπεφτα με τα μούτρα, όντας υπερβολικά κουρασμένος... Μια ώρα μετά, ξαναρχίζαμε μέχρι της 6 το απόγευμα. Νύχτα ήταν όταν έφευγα το πρωί και νύχτα όταν επέστρεφα. Φτάνοντας στο σπίτι των γονιών μου, έκανα ένα ντους και πήγαινα να ξαπλώσω να κοιμηθώ. Και την επόμενη μέρα το πρωί φτου κι απ’ την αρχή. Κι όλα αυτά για έναν ισχνό μισθό, μόλις λίγο πιο πάνω από το κατώτατο ωρομίσθιο (SMIC). Όταν τελειώναμε μια αποστολή επιστρέφαμε σπίτια μας και περιμέναμε το γραφείο να μας ξανακαλέσει για να μας προτείνει άλλη δουλειά.
Στην πραγματικότητα δεν είχα άλλη επιλογή γιατί είχα παρατήσει το σχολείο από πολύ νωρίς. Πριν να εγκαταλείψω τη δευτέρα γυμνασίου και πάω σε προπαρασκευαστική τάξη για τεχνικές σχολές (classe préparatoire), είχα ήδη μείνει στην ίδια τάξη τρεις φορές. Οι γονείς μου, που ήρθαν από την Αλγερία στη δεκαετία του ’50, δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν γιατί δεν είχαν πάει σε γαλλικό σχολείο. Μιλάμε πάντα αραβικά στο σπίτι. Πριν πάρει τη σύνταξή του ο πατέρας μου ήταν αποθηκάριος. Μ’ αυτή τη δουλειά στο εκθεσιακό Πάρκο είχα την εντύπωση πως ακολουθούσα τα βήματά του. Μετά απ’ αυτή την αποστολή για την οποία, προφανώς, δεν είχα τα φυσικά προσόντα, αποφάσισα να βρω κάτι άλλο. Πήγα στο πιο κοντινό Γραφείο Εύρεσης Εργασίας. Ήταν τον Ιούνιο του 1993, όλος ο κόσμος μιλούσε για την «κρίση» και για την ανεργία. Μετά από μερικές ώρες αναμονής και μερικά λεπτά συνέντευξης, έφυγα από το Γραφείο Εύρεσης Εργασίας χωρίς δουλειά. Βγαίνοντας από το γραφείο, στον ίδιο δρόμο, έπεσα πάνω στο κατάστημα διανομής της SPIZZA 30 (η φίρμα ήταν ακόμα γαλλική εκείνη την εποχή). Μια αφίσα έλεγε πως έκαναν προσλήψεις χωρίς να απαιτείται καμιά ιδιαίτερη ειδίκευση. Μου καθόταν καλά. Έτσι απλά, χωρίς να το πολυσκεφτώ, μιας και είχα ανάγκη από λεφτά, κατέθεσα το βιογραφικό μου. Η ευκαιρία ήταν πολύ καλή.
Μια εβδομάδα αργότερα, όταν οι κάτοικοι της γειτονιάς άρχιζαν να φεύγουν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ο μάνατζερ του καταστήματος με φώναξε. Χωρίς να έχουμε ούτε καν μιλήσει μου ανήγγειλε: «Ξεκινάς τη Δευτέρα στις 11:30». Ήμουν χαρούμενος διότι μου καλόπεφτε, ένας εργαζόμενος μερικής απασχόλησης με σύμβαση αορίστου χρόνου. Είναι σπάνιο πράγμα να είσαι με σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο βρίσκουν οι διευθύνοντες της ταχείας εστίασης, με επικεφαλής την McDonald’s, ένα ολόκληρο ανασφάλιστο εργατικό δυναμικό, το οποίο πιστεύει πως η σύμβαση αορίστου χρόνου είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσεις να τα βγάζεις πέρα. Κι εγώ εκείνη την εποχή αυτό πίστευα. Ήθελα να βρω μια σταθερή δουλειά για να διευκολύνω λίγο τους γονείς μου, στο σπίτι των οποίων ζούσα ακόμα.
Αποτέλεσμα: παρά τους μισθούς που εισέπραξα από την Pizza Hut (γύρω στα 5.500 ευρώ το χρόνο), μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια ζω ακόμα με τους γονείς μου. Μ’ αυτά που κερδίζω είναι αδύνατο να πληρώσω ενοίκιο, φόρους και διατροφή. Ευτυχώς για μένα, το σπίτι μας απέχει μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το κατάστημα, το οποίο έχει γίνει εδώ και καιρό το δεύτερο σπίτι μου.
Η «μονάδα διανομής» της οδού Πιέρ-Μπροσολέ στο Λεβαλουά-Περέ, είναι κρυμμένη πίσω από μια εκκλησία. Στην πραγματικότητα δεν είχα προσέξει το κατάστημα πριν μπω σ’ αυτό για να καταθέσω το βιογραφικό μου. Στη συνέχεια κατάλαβα πως τα καταστήματα διανομής δε χρειάζεται να βρίσκονται σε ορατό σημείο και να δείχνουν περιποιημένα, όπως τα εστιατόρια, και πως οποιοσδήποτε χώρος μπορεί να κάνει γι’ αυτή τη δουλειά, από τη στιγμή, βέβαια, που δεν είναι ακριβός. Αυτός εδώ ο χώρος όμως, τους κόστισε αρκετά χρήματα γιατί υποχρεώθηκαν ν’ αγοράσουν και το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου εξαιτίας του θορύβου από τα μοτοποδήλατα. Εκείνη την εποχή, αυτό το διαμέρισμα χρησίμευε ως χώρος κατοικίας για τους μάνατζερς και τους βοηθούς τους που κατάγονταν από την επαρχία και έψαχναν να βρουν κάτι καλύτερο. Και βρίσκονταν ακριβώς πάνω από τους εργαζόμενους, σε ιδανικό δηλαδή μέρος για να τους επιτηρούν.
Το σύνολο ήταν λοιπόν ό,τι έπρεπε: είχε ένα ντους και ένα βεστιάριο για άντρες και για γυναίκες χωριστά. Όταν έγινα συνδικαλιστής και ανακάλυψα και τα άλλα μαγαζιά, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν παντού έτσι. Από πλευράς υγιεινής το κατάστημα αυτό ήταν μάλλον η εξαίρεση, αλλά ο μάνατζερ έμοιαζε με όλους τους άλλους, μ’ όλα τα μικρά αφεντικά που μπόρεσα να συναντήσω στην καριέρα μου. Όταν έφτασα την πρώτη ημέρα, θέλησε από την πρώτη στιγμή να με βάλει σε τάξη: «Θα μου κάνεις τη χάρη να ξυρίζεσαι σωστά!». Είναι αλήθεια πως δεν ήμουν καλοξυρισμένος, αλλά το πράμα ξεκινούσε άσχημα. Να πρέπει ν’ αλλάξω τη φάτσα μου για να μεταφέρω πίτσες αυτό ήταν κάτι που ούτε καν μου είχε περάσει από το μυαλό. Αλλά τι να ‘κανα… δέχτηκα. Μια δουλειά, έστω και κακοπληρωμένη, κανείς δεν τη αρνείται. Γιατί όμως ν’ αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο ξυρίζομαι; Αποφάσισα λοιπόν ν’ αφήσω να φυτρώσει λίγο μούσι. Το αφεντικό λοιπόν μου έκανε ένα μικρό δώρο: ένα διχτάκι για μούσι. Παρά τις πιέσεις αρνήθηκα να βάλω το φίμωτρό τους. Ήταν η πρώτη μου ενέργεια αντίστασης.
Προφανώς, θα είχα δεχτεί αν κάτι τέτοιο το επέβαλαν λόγοι υγιεινής. Προηγουμένως όμως, θα έπρεπε να φτάσει η λογική τους σε έσχατο σημείο και να επιβάλλουν σε όλους δίχτυ για τα μαλλιά.
Γρήγορα συνειδητοποίησα πως τα επιβαλλόμενα ωράρια, δυο ώρες το μεσημέρι και τρεις το βράδυ, θ’ άλλαζαν τη ζωή μου. Όταν δουλεύεις όταν όλος ο κόσμος είναι στο τραπέζι, όταν σχολάς από το μαγαζί τα μεσάνυχτα ή στη μια ώρα τη νύχτα, στρεσαρισμένος, κουρασμένος, με τα ρούχα διαποτισμένα απ’ αυτή την υπέροχη μυρωδιά πίτσας, δεν είναι καθόλου αυτονόητη μια κοινωνική ζωή πόσο μάλλον μια κανονική ζωή. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν πως είχα ξεκινήσει τη δουλειά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μια περίοδο σχετικά ήρεμη για την ταχεία εστίαση. Τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται από το Σεπτέμβρη όταν ο μάνατζερ, που με είχε προσλάβει και μου είχε ζητήσει να ξυριστώ, επέστρεψε από τις διακοπές του. Αυτός, εν μέσω κατσαδιασμάτων και προσβλητικών παρατηρήσεων, μ’ έκανε γρήγορα να καταλάβω τη διάσημη βασική αρχή της ταχείας εστίασης: την πο-λυ-ει-δί-κευ-ση.
Πρέπει να ξέρεις να τα κάνεις όλα και γρήγορα: την «προ-» (προετοιμασία των υλικών για τις πίτσες), την «παρα» (παρασκευή πίτσας), τη διανομή και τον τηλεφωνητή. Σ’ αυτό το τελευταίο ακριβώς πόστο είναι που συνάντησα τις μεγαλύτερες δυσκολίες διότι πρέπει να πληκτρολογείς τις παραγγελίες με τη μέγιστη ταχύτητα για να τις μεταβιβάσεις σε συναδέλφους που τους έχει ανατεθεί η προετοιμασία της πίτσας. Καθώς όμως δεν έβλεπα επαρκώς για ν’ αποκωδικοποιώ τις μικρές γραμμές στην οθόνη του υπολογιστή, δεν έκανα και πολύ γρήγορα για τα δικά τους τα δεδομένα. Έτσι, είχα τον μάνατζερ στο σβέρκο μου όλη μέρα. Κάθε μέρα διέπραττα το μεγαλύτερο έγκλημα του κόσμου για το χώρο της ταχείας εστίασης: να μην τηρώ το timing. Γρήγορα αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το τηλεφωνικό κέντρο.
Έτσι ανακάλυψα την «προ-», που συνίσταται στην απόψυξη του κρέατος, της ζύμης και της μοτσαρέλα. Έβγαζα τα τρόφιμα από τον καταψύκτη όπου ήταν κατεψυγμένα για να τα βάλλω για απόψυξη στη συντήρηση. Κατόπιν, έκοβα το κρέας για να το βάλω σε σακούλες. Προετοίμαζα, επίσης, λίτρα σάλτσας ντομάτας, με ντομάτες που έπρεπε να τις κόβω ξεπλένοντας τες σε νερό και να τις ανακατεύω με χορταρικά συσκευασμένα σε σακουλάκι. Ευτυχώς τα λαχανικά δεν είναι κατεψυγμένα… μιας κι αυτά έρχονται σε κενό αέρος! Έπειτα έβαζα όλα αυτά τα τρόφιμα μέσα σε πλαστικά δοχεία που τα ονόμαζαν «γαστρονόμους». Τέλος, τα πήγαινα στους παρασκευαστές –το ωραίο όνομα που βρήκαν για να αποκαλούν τους πιτσαδόρους– ούτως ώστε να μη μένουν ποτέ χωρίς υλικά. Πρόκειται για την αρχή της ελαχιστοποίησης των αποθεμάτων. Τέλος, κόλλαγα ετικέτες ΑΚΠ: Ανάλωση Κατά Προτίμηση. Στην ταχεία εστίαση, τα προϊόντα –όπως και οι υπάλληλοι– φθείρονται με ταχύτητα με κεφαλαίο Τ.
Δούλευα λοιπόν, τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα, πέντε ημέρες την εβδομάδα, αλλά συχνά ο μάνατζερ μας ζητούσε να καθίσουμε επιπλέον ώρες. Προσοχή, «επιπλέον ώρες», δεν πάει να πει «υπερωρίες». Εκείνη την εποχή η συμφωνία με την επιχείρηση (υπογεγραμμένη από τη CFDT…) επέτρεπε στη διεύθυνση να έχει ένα μεγάλο ποσοστό «επιπρόσθετων», όπως λέγονταν, ωρών. Δηλαδή, αμειβόμενες στην ίδια τιμή με τις 20 νόμιμες ώρες. Μ’ άλλα λόγια, αν ο μάνατζερ μας ζητούσε να μείνουμε μια επιπλέον ώρα, αυτή η ώρα πληρωνόταν όπως και οι υπόλοιπες! Αυτή είναι η διαφορά με τις υπερωρίες που πληρώνονται με κάποια προσαύξηση.
Πολυειδίκευση, αυταρχικό μάνατζμεντ, συμβόλαια επιμηκυνόμενων ωραρίων… Γρήγορα κατάλαβα που είχα πέσει. Ο μάνατζέρ μου μ’ είχε προειδοποιήσει: «Αμπντέλ, ν’ αφήνεις το μυαλό σου στην είσοδο. Δε σε πληρώνουμε για να σκέφτεσαι». Ο μοναδικός σκοπός αυτής της επιχείρησης είναι ο τζίρος και η παραγωγικότητα∙ οι συνθήκες εργασίας δεν έχουν μεγάλη σημασία. Η διεύθυνση δε συνηθίζει να χάνει την ώρα της ακούγοντας μια ομάδα χαμηλόμισθων νέων (smicard). Ο πρώτος μου μάνατζερ μου επαναλάμβανε συχνά: «Δεν αξίζεις τίποτα! Μου κοστίζεις πολύ ακριβά!». Ο σκοπός του ήταν να με κάνει να σπάσω και να παραιτηθώ. Πίστευε πως θα με απομόνωνε αναθέτοντάς μου τη λάντζα. Πέρασα στην αντίσταση: μια μέρα που ο μάνατζερ και ο βοηθός του ξεπέρασαν τα όρια, πέταξα μια μηχανή στο κενό από εκνευρισμό. Αποτέλεσμα; Ο βοηθός αναγκάστηκε να φορτωθεί τη λάντζα στο κλείσιμο γιατί προφανώς έπρεπε να κλείσει τους λογαριασμούς για να τους δώσει στο μάνατζερ την επομένη. Και εγώ έφυγα γιατί είχα τελειώσει τη δουλειά μου.
Όταν ένας εργαζόμενος κριθεί πως δεν είναι αρκετά παραγωγικός παίρνει πόδι! Αυτό εξηγεί και το παράλογο turn-over στην ταχεία εστίαση. Σε κάθε επιστροφή από τις σχολικές διακοπές ανακαλύπτουμε καινούργια πρόσωπα. Από τον ένα χρόνο στον άλλο, το προσωπικό δυναμικό ορισμένων μαγαζιών αλλάζει εξ’ ολοκλήρου, συμπεριλαμβανομένου του μάνατζερ και των βοηθών του. Ακόμα κι αν είναι νέοι και χωρίς τα απαραίτητα διπλώματα, οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν πολύ γρήγορα πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπινο κρέας, ένα δηλαδή συστατικό της Pizza Hut στον ίδιο βαθμό όπως είναι το τυρί, το μοτοποδήλατο ή το κατεψυγμένο λαρδί. Όταν κριθούν πως δεν είναι αποτελεσματικοί –πολύ αργοί ή όχι αρκετά πρόθυμοι– η διεύθυνση τους πετάει.
Δυστυχώς όμως για τη διεύθυνση, ο εργατικός κώδικας δεν της επιτρέπει να κάνει ό,τι θέλει. Πρέπει λοιπόν, ν’ αναγκάζει τους εργαζόμενους ν’ αποχωρούν οικειοθελώς, κάνοντάς τους να αισθάνονται πως δεν υπάρχει πλέον χώρος γι’ αυτούς στο κατάστημα. Ο μάνατζερ στο Λεβαλουά το προσπάθησε με κάθε μέσο μαζί μου. Για μια περίοδο, μ’ εξανάγκαζε να σχολάω κάθε βράδυ στις 12, ενώ κανονικά οι εργαζόμενοι εναλλάσσονται για να μη σχολάνε συνέχεια πολύ αργά.
Δεν έσπασα όμως. Ίσως είναι θέμα χαρακτήρα. Δεν είχα καμιά διάθεση να τους κάνω την χάρη να φύγω. Θα ήταν υπερβολικά εύκολο. Λίγο-λίγο, και με τις σταδιακές αναχωρήσεις του ενός και του άλλου, έγινα ο πιο παλιός εργαζόμενος του καταστήματος. Έγινα το μαύρο πρόβατο, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον αμείλικτο κανόνα του turn-over.
Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, δε θα έπρεπε ποτέ να μ’ είχαν εξορίσει στο χώρο της λάντζας. Απ’ αυτή την προνομιούχα θέση παρατήρησης, λίγο περισσότερο απαλλαγμένη από το αδυσώπητο timing, μπόρεσα ν’ αποστασιοποιηθώ λίγο απ’ αυτά που μου συνέβαιναν. Με μια συνάδελφο που δεν άντεχε το μάνατζμεντ όπως κι εγώ, αρχίσαμε να γράφουμε προκηρύξεις πάνω στην καθημερινή μας ζωή. Για να κάνουμε τους συναδέλφους να γελάσουν και για να τους προτρέψουμε να μας μιλήσουν μοιράσαμε μια προκήρυξη με τίτλο: «Πώς να ζείτε ευτυχισμένα στην Pizza Hut; 30 προσευχές ομαδικής πίστης». Με υπότιτλο: «Να επαναλαμβάνετε, ακούραστα και καθημερινά τις ακόλουθες φράσεις έως ότου να πειστείτε ολοκληρωτικά».
Είμαι μικρότερος-η από 26 χρονών.
Είμαι εργένης ελεύθερος απ’ όλες τις υποχρεώσεις του ιδιωτικού βίου.
Λάτρεψα την ατμόσφαιρα του Λυκείου. Εδώ είναι το ίδιο, καταπληκτικά!
Μ’ αρέσει να δουλεύω «speed» κατά τη διάρκεια των «rushes».
Μ’ αρέσει να κάνω τα «closes» μέχρι τη 1 ώρα το πρωί ακόμα κι αν αύριο έχω μάθημα στις 8.
Νομίζω ότι το 35ωρο είναι ένα πράγμα που απευθύνεται από γέρους σε γέρους.
Βαριέμαι στις διακοπές, προτιμώ την Pizza Hut.
Βαριέμαι σπίτι μου, προτιμώ την Pizza Hut.
Δεν έχω προσωπική πορεία (διανοητική, πνευματιστική ή πολιτική): στην Pizza Hut περνάμε μια χαρά, δε σηκώνουμε κεφάλι, είμαστε μια μεγάλη ομάδα νέων.
Δεν έχω επαγγελματικές φιλοδοξίες είμαι ευχαριστημένος-η όπως είμαι.
Νιώθω κάθε μέρα ευγνώμων προς την Pizza Hut που μου δίνει δουλειά.
Νιώθω κάθε μέρα ευγνώμων προς την Pizza Hut που μου δίνει ένα τουλάχιστον λόγο να υπάρχω: τον τζίρο της Pizza Hut.
Δεν έχω κανένα λόγω να δημιουργήσω προβλήματα στην Pizza Hut.
Θαυμάζω την επιτυχία των μετόχων της Pizza Hut (Tricon), αλλά δεν τους ζηλεύω γιατί τα χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία.
Δε χρειάζεται να γνωρίζω πώς λειτουργεί η επιχείρηση που μ’ απασχολεί.
Δεν έχω ανάγκη από μια σταθερή δουλειά, είμαι νέος.
Μ’ αρέσει να κάνω ό,τι μου λένε ακόμα κι αν είναι αντίθετο με τις ιδέες μου.
Μ’ αρέσουν οι αερολογίες και οι αυθαιρεσίες.
Απεχθάνομαι την οργάνωση.
Ξέχασα το νόημα της λέξης «αμφισβήτηση».
Μ’ αρέσει να είμαι πάντοτε σύμφωνος.
Δε χρειάζομαι να είμαι εκπαιδευμένος-η.
Δε χρειάζομαι να είμαι ενημερωμένος-η.
Δε χρειάζομαι αύξηση κατά 10 έως 15% το χρόνο συν τη συμμετοχή στα κέρδη.
Δε χρειάζεται να ξέρω γιατί δεν αυξήθηκε ο μισθός μου.
Μ’ αρέσει ν’ αναπολώ τα κινούμενα σχέδια της παιδικής μου ηλικίας.
Μ’ αρέσει να μου μιλούν με φωνή απαλή και γλυκιά όπως της μαμάς μου, χοντρή αλλά δίκαιη όπως του μπαμπά μου.
Δεν ξέρω ότι μια μέρα, σύντομα, θα πάψω να είμαι 26 χρόνων.
Δεν ξέρω ότι μια μέρα, σύντομα, η Pizza Hut δε θα με χρειάζεται πια.
Κυρίως δε θέλω να ξέρω τίποτα, ποτέ.

Όταν ξαναδιαβάζω αυτήν την προκήρυξη σήμερα, λέω ότι συνοψίζει καλά την καθημερινή ζωή στην Pizza Hut: αυθαίρετο μάνατζμεντ, καμιά κοινωνική πολιτική και, κυρίως, ησυχία στις γραμμές μας. Το να μιλάς δημιουργεί συνεχώς καθυστερήσεις στην προετοιμασία της πίτσας. Εκείνα που είχαμε γράψει τότε παραμένουν λοιπόν πάντα επίκαιρα. Ακόμα χειρότερα, έχω την εντύπωση ότι όλο και περισσότεροι υπάλληλοι στην ταχεία εστίαση, όπως και σε άλλους τομείς, μπορούν σήμερα να ξαναεπικαλεστούν αυτές τις 30 προσευχές για να διηγηθούν την επαγγελματική τους ζωή. Αν είσαι νέος, χωρίς προσόντα, επισφαλής, ευέλικτος, πολυειδικευμένος, ανοργάνωτος, κι αν επιπλέον είσαι γιος μετανάστη… τότε καλώς όρισες στην ταχεία εστίαση!