9. Ζήτω η δημοκρατία στη CGT

9. Ζήτω η δημοκρατία στη CGT!

Η CGT κι εγώ συναντηθήκαμε, σχεδόν τυχαία, μέσω μιας προκήρυξης που είχε αναρτηθεί σ’ ένα συνδικαλιστικό πανό του καταστήματος μου το 1996. Τώρα είναι εφτά χρόνια που συμμετέχω σ’ αυτήν την παλιά Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, η οποία μου έδωσε πολλά πριν μ’ απογοητεύσει. Μήπως πρόκειται για ακόμα ένα ζήτημα χάσματος γενεών;
Καταρχάς, έγινα ένα είδος μικρού απαράτσικ έως ότου να βοηθήσω στο συνέδριο της CGT το 1999 στο Στρασβούργο. Το έβρισκα υπέροχο να είμαι εκεί στα 26 μου μετά από λίγα μόνο χρόνια συνδικαλισμού. Χάρη σε μια παραίτηση της τελευταίας στιγμής μπόρεσα να συμμετάσχω ενεργά σ’ αυτό το συνέδριο το οποίο εξέλεξε τον Μπερνάρ Τιμπό επικεφαλής της κεντρικής επιτροπής. Κατά το πέρασμά μου μ’ έκαναν, με διακριτικό τρόπο, να καταλάβω πως το γεγονός ότι ήμουν Άραβας διευκόλυνε την παρουσία μου στο συνέδριο. Στην πραγματικότητα, με διάλεξαν ώστε ν’ ανεβάσουν τις στατιστικές εκπροσώπων με καταγωγή από χώρες του εξωτερικού. Για την εικόνα τους δηλαδή και μόνο.
Από τη σκοπιά των συνδικαλιστικών εντολών που μου εμπιστεύτηκαν αντιπροσώπευα σχεδόν 500 συνδικαλιστικές «βάσεις» στη Γαλλία. Ήταν η εποχή που ακόμα πίστευα, χωρίς ενδοιασμούς, στη CGT και σ’ αυτό που εκπροσωπούσε καθώς και στις προοπτικές που διάνοιγε σε νέους συνδικαλιστές όπως εγώ. Ψηφίζαμε με ανάταση χειρός. Γρήγορα όμως αποστασιοποιήθηκα όταν διαφώνησα να γίνει η ένωση με την CFDT. Θα έπρεπε να χειροκροτήσω την Νικόλ Νοτά που ήταν η επίτιμη προσκεκλημένη του συνεδρίου! Επρόκειτο για μεγάλη απάτη. Τα μέλη της CGT σιδηροδρόμων άρχισαν να κάνουν φασαρία με τις κόρνες ομίχλης ώστε να μην ακούμε τα σφυρίγματα της αίθουσας τα οποία προορίζονταν προς την Νοτά. Στη συνέχεια μου ζήτησαν να ψηφίσω για τη μια ή την άλλη λύση, αλλά εγώ αρνήθηκα. Λίγο αργότερα, η CGT επιλέχθηκε από τη CFDT να εισχωρήσει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES) και, για μένα, από τότε έπαψε να είναι ένα συνδικάτο που αγωνίζεται μετωπικά. Σιγά-σιγά η CGT γίνεται συνδικάτο εργοδοτικής συνοδείας όπως και τα υπόλοιπα, εξου λοιπόν και η απογοήτευσή μου.
Πρέπει ν’ αναγνωρίσω ωστόσο πως στους κόλπους της Pizza Hut η CGT παραμένει το μόνο συνδικάτο το οποίο αντιστέκεται στη διεύθυνση. Όλα τα υπόλοιπα (CFDT, CFTC, FO, CGC) υπογράφουν συμφωνίες χωρίς στην πραγματικότητα να διαπραγματεύονται ή, εν πάση περιπτώσει, να διαπραγματεύονται αρκετά, κατά τη γνώμη μου. Αρκετοί συνδικαλιστές κυκλοφορούν μ’ ένα στυλό στο χέρι, ενώ στη CGT αυτοί είναι οι λιγότεροι. Είμαι γενικός γραμματέας του συνδικάτου της CGT-Pizza Hut-SEPSA. Επίσης, είμαι μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ομοσπονδίας Εμπορίου της CGT, η οποία όμως δεν αποτελεί και το πιο ισχυρό κομμάτι του συνδικάτου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, σ’ αυτούς τους χώρους, το προσωπικό δεν πολυβαραίνει μπροστά στις δημόσιες διαμάχες. Ο μεγάλος αριθμός των αγωνιστών της ομοσπονδίας Εμπορίου προέρχεται από μεγάλα καταστήματα τύπου Γκαλερί Λαφαγιέτ.
Στην εκτελεστική επιτροπή της ομοσπονδίας θεωρητικά είμαστε γύρω στους 60 που επιλέγουν τις επόμενες κινήσεις και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν σε μια απεργία ή και την υποστήριξη ενός κλάδου που παρουσιάζει δυσκολίες. Στην πραγματικότητα όμως, είναι τα 20 «εκλεγμένα» (ή πιο συγκεκριμένα, επιλεγμένα) άτομα του πολιτικού γραφείου εκείνα που αποφασίζουν για όλα. Στη γλώσσα της CGT πρόκειται για «συλλογικότητα προώθησης και προσανατολισμού». Προτιμώ να τη λέω «συλλογικότητα απώθησης» διότι δεν ανέχεται την αμφισβήτηση στις τάξεις της. Αποτέλεσμα: από τους καμιά εξηνταριά εκπροσώπους που ήταν παρόντες στην αρχή, μόνο οι μισοί αποφασίζουν –εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι στο πολιτικό γραφείο. Εν ολίγοις, λειτουργούμε χωρίς να επικοινωνούμε με το εξωτερικό περιβάλλον. Η CGT σε τίποτα δε θυμίζει συνδικάτο. Για παράδειγμα, η εκλογή νέου γενικού γραμματέα τον Ιούνιο του 2003 είχε υπολογιστεί από πριν όπως άλλωστε και αυτή του πολιτικού γραφείου: ανάταση χειρός, επιλογή και καθόλου συζήτηση. Η συνάδελφός μου η Λατίφα, που δουλεύει στην αλυσίδα καταστημάτων Maxi-Livres, προσπάθησε πολύ προκειμένου να μπορέσει να θέσει υποψηφιότητα, αλλά της απάντησαν πως αυτό δεν ήταν δυνατό, πως οι υποψηφιότητες είχαν κλείσει, πως την επόμενη φορά θα δούμε και πως μπορούσε να το ξανασκεφτεί. Η Λατίφα λοιπόν κι εγώ, μαζί με δυο-τρεις άλλους εκπροσώπους, των οποίων η καταγωγή ήταν από το εξωτερικό, επωμιστήκαμε το ρόλο αντιπαράθεσης με τους «επισήμους». Ένας ρόλος που δεν είναι πάντα εύκολο να τον αναλάβεις. Δέχτηκα, για παράδειγμα, κριτικές για τις δηλώσεις μου στον τύπο. Πρόκειται για το μεγάλο τους παιχνίδι σχετικά μ’ ερωτήσεις επικαιρότητας της εκτελεστικής επιτροπής: κάθονται και ξεψαχνίζουν ό,τι λέω στους δημοσιογράφους ψάχνοντας να βρουν τις δηλώσεις που είναι εντός και τις δηλώσεις που είναι εκτός «γραμμής». Δεν αγωνίστηκα όμως εδώ και τόσα χρόνια στην Pizza Hut για να πρέπει να λυγίζω μπροστά στους μόνιμους συνδικαλιστικούς υπαλλήλους. Δεν έχω λογαριασμούς με κανέναν. Αποτέλεσμα: δεν πηγαίνω σχεδόν πια καθόλου στην ομοσπονδία διότι βαρέθηκα να με κατηγορούν για τις τελευταίες ενέργειές μου ή για την τελευταίες μου δηλώσεις. Ζήτω η δημοκρατία στη CGT!
Μια όμως από αυτές τις τελευταίες κατηγορίες μου στοίχισε ιδιαίτερα. Μεταξύ των δυο γύρων των προεδρικών εκλογών του 2002, είχα δηλώσει στην La Nouvelle Vie Ouvrière, την εφημερίδα της CGT, ότι: «στον πάτο της ιεραρχικής κλίμακας στην ταχεία εστίαση συναντάει κανείς Μαύρους και νέους από τις χώρες του Μαγκρέμπ (Beurs). Όσο αντίθετα ανεβαίνουμε στην ιεραρχία τόσο η ιεραρχία λευκαίνει και εκγαλλίζεται». Είχα προσθέσει: «Το ίδιο συμβαίνει και στα συνδικάτα, του δικού μου συμπεριλαμβανομένου». Γι’ αυτήν τη μικρή φράση, η οποία εντούτοις αντανακλά την πραγματικότητα τόσο στη CGT όσο και σε μια μεγάλη μερίδα οργανώσεων εκπροσώπησης της γαλλικής κοινωνίας (συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, τηλεόραση…), τα μέλη του πολιτικού γραφείου μου έκαναν ένα σωρό σκηνές. «Αυτό αγγίζει το αποκορύφωμα του απαράδεκτου», μου έγραψε ο γενικός γραμματέας. Ποιο είναι όμως το απαράδεκτο; Η πραγματικότητα; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι οι νέοι Άραβες υποεκπροσωπούνται σε υπεύθυνες θέσεις συμπεριλαμβανομένης και της CGT; Οι υπεύθυνοι του συνδικάτου μου απάντησαν ότι στις τάξεις τους υπήρχαν συνδικαλιστές με ιταλική, πολωνική ή ισπανική καταγωγή. Αυτό είναι αλήθεια. Ο σκοπός μου δεν ήταν να δηλώσω πως ήταν ρατσιστές, αλλά να τους κάνω να καταλάβουν πως υπάρχει πρόβλημα εκπροσώπησης των εργαζομένων και πως οι μετανάστες που φτάνουν τώρα τελευταία στην αγορά εργασίας δε ριψοκινδυνεύουν να συνδικαλιστούν βλέποντας πως κανένας μεταξύ τους δεν καταφέρνει να εισχωρήσει στα συνδικάτα. Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί πως η CGT άκουσε τις κριτικές μου: ένας Άραβας μόλις που εισχώρησε στο πολιτικό γραφείο.
Δεν είχα καμιά όρεξη ν’ ασχοληθώ περισσότερο με το γραφείο ούτε να αποκοπώ από την πραγματικότητα της επιχείρησης, όπως με περισσή ευκολία κάνουν οι περισσότεροι των μόνιμων συνδικαλιστών. Τη στιγμή των συνελεύσεων της επιτροπής, μέσα σε σιγή ιχθύος, διαβάζουν φωναχτά τους λόγους του Μπερνάρ Τιμπό και των λοιπών γραμματέων από τις συνομοσπονδίες. Όλοι τους μιλούν με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες κενές λέξεις. Εκείνα για τα οποία κατηγορώ την αμερικανική επιχείρησή μου τα βρίσκω, καμιά φορά, μπροστά μου και στη CGT. Ένα παράδειγμα που μ’ ανησύχησε: στην εκτελεστική επιτροπή της CGT-Εμπορίου, μας δείχνουν για πολύ λίγο τα έγγραφα και στη συνέχεια τα παίρνουν πίσω. Τίποτα δεν πρέπει να διαρρεύσει. Η ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης όπως δηλαδή και στην Pizza Hut.
Αν όμως παραμένω πάντα συνδικαλισμένος είναι για να μπορώ να ταρακουνώ τα πράγματα απ’ τα μέσα και για ν’ ανοίγω το συνδικάτο προς τις αλλαγές της βάσης. Πρέπει να είναι κανείς ικανός ν’ αποδέχεται νέες μορφές αγώνα επικεντρώνοντας στα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των διάφορων επαγγελματικών κλάδων. Ό,τι ακριβώς προσπαθήσαμε να κάνουμε δημιουργώντας τη συλλογικότητα CGT-ταχείας εστίασης το Φεβρουάριο του 2001. Για να μπορέσουμε ν’ ακουστούμε λίγο περισσότερο στους κόλπους της ομοσπονδίας δημιουργήσαμε μια άτυπη οργάνωση με τους εργαζόμενους των McDonald’s, της Pizza Hut, του Quick και της Disney. Η ιδέα δεν ήταν δικιά μας, αλλά των ίδιων των εργαζομένων οι οποίοι από το 1998 προσπαθούσαν να ενώσουν τους εργαζόμενους των McDonald’s, της Pizza Hut, της Domino’s Pizza, του La Pomme de Pain, του Quick και του La Brioche dorée. Αυτή η πρωτοβουλία όμως απέτυχε.
Έτσι, προκειμένου τη φορά αυτή να έχουμε όλες τις πιθανότητες με το μέρος μας εφοδιαστήκαμε μ’ ένα «Καταστατικό των εργαζομένων της ταχείας εστίασης», το οποίο και μοιράσαμε σχεδόν παντού με την ευκαιρία των απεργιών και των διαδηλώσεων της συλλογικότητας CGT. Αυτό το κείμενο που συντάχθηκε το 2001 και το οποίο αναπαράγω εδώ, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ:
«–Πρόλογος : Αυτό το καταστατικό έχει σα στόχο να αναφερθεί στις συνθήκες εργασίας και τις αρχές του εργατικού δικαίου που εφαρμόζονται στα “νέα επαγγέλματα” της ταχείας εστίασης και διανομής. Στην πραγματικότητα, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια που υφίστανται αυτά τα επαγγέλματα, οι συνθήκες εργασίας δεν έχουν βελτιωθεί, αλλά αντιθέτως έχουν την τάση να χειροτερεύουν. Τα αφεντικά αυτών των επιχειρήσεων κρύβονται πίσω από την εικόνα της φοιτητικής εργασίας προκειμένου να νομιμοποιήσουν πρακτικές άλλων εποχών. Αυτή η κατάσταση δεν είναι άλλο πια ανεκτή στην κοινωνία μας.
«–Άρθρο 1: Ισότητα μεταξύ των εργαζομένων. Ένας εργαζόμενος είναι ισότιμος μ’ ένα άτομο. Αυτήν τη στιγμή ο κώδικας εργασίας θεωρεί τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης ως τμήμα των εργαζομένων για τις εκλογές εκπροσώπων του προσωπικού».
«–Άρθρο 2: Συνδικαλιστική εκπροσώπιση. Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις μας αποτελούνται από μονάδες παραγωγής, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν λιγότερους από 50 εργαζόμενους, εμποδίζεται ο διορισμός συνδικαλιστικών εκπροσώπων, όπως επίσης και ο αριθμός των επίσημων εκπροσώπων (1 για 1000 εργαζόμενους από ολόκληρη τη Γαλλία), ενώ ο αριθμός των ωρών εκπροσώπησης (25 ώρες το μήνα) είναι ανεπαρκής»
«–Άρθρο 3: Ρυθμοί εργασίας. Οι ρυθμοί εργασίας διέπονται από τον κώδικα εργασίας. Η φυσική όμως καταπόνηση που επιβάλλεται από τις δουλειές μας αξίζουν μιας συνολικής αναδιάταξης του χρόνου εργασίας: πρέπει να τεθούν σε ισχύ διαλείμματα ικανοποιητικής διάρκειας και σε τακτά χρονικά διαστήματα».
«–Άρθρο 4: Χώροι ανάπαυλας. Ο κώδικας εργασίας προβλέπει πως σε κάθε κατάστημα θα πρέπει να υπάρχουν στη διάθεση των εργαζομένων αίθουσες ανάπαυλας, ούτως ώστε να μπορούν ν’ ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους υπό ικανοποιητικές συνθήκες και να επωφελούνται ενός «αληθινού» διαλείμματος, μακριά από την καταπιεστική ατμόσφαιρα των πελατών, του προσωπικού εν ώρα εργασίας και του θορύβου από τις μηχανές».
«–Άρθρο 5: Υγιεινή και ασφάλεια. Οι επιχειρήσεις μας βρίσκονται πολύ συχνά, για οικονομικούς λόγους, σε αδιέξοδο μπροστά στην ανάγκη να προβούν σε ρυθμίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός πρέπει να ελέγχεται από εξωτερικούς οργανισμούς με αυστηρότητα. Οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται επαρκώς για τους κινδύνους ορισμένων μηχανών ή προϊόντων και πρέπει να φέρουν προστατευτική ενδυμασία όταν πραγματοποιούν επικίνδυνους χειρισμούς».
«–Άρθρο 6: Μισθοί και πριμ. Η δουλειά μας είναι πραγματική εργασία και όχι φοιτητική δουλειά. Εκ των πραγμάτων εξάλλου, απαιτούν από εμάς εκπαίδευση και μας ζητούν προσόντα. Η μίσθωση θα πρέπει λοιπόν, να είναι ανάλογη (ανώτερη του ωριαίου κατώτατου μισθού) και να λαμβάνει υπόψη της την προϋπηρεσία του κάθε εργαζομένου. Επίσης, θα πρέπει να δημιουργηθούν πριμ επικινδυνότητας που να λαμβάνουν υπόψη τους την επικινδυνότητα ορισμένων θέσεων εργασίας (διανομή, παραγωγή…). Η εργασία κατά τις νυχτερινές ώρες, κατά τις Κυριακές και τις αργίες θα πρέπει να πληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα εργασίας, ο οποίος είναι πιο ευνοϊκός από τις συλλογικές συμβάσεις. Το επάγγελμά μας βασίζεται σε «ομαδική εργασία» και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατό οι μάνατζερς και οι διευθυντές να είναι οι μόνοι που επωφελούνται από τη συμμετοχή στα κέρδη».
Χωρίς νομική υπόσταση αυτή η συλλογικότητα, έχοντας το προνόμιο να διαθέτει αυτό το «παγκόσμιο» καταστατικό, σιγά-σιγά επιβλήθηκε σαν να ήταν ένα ελεύθερο ήλεκτρο μέσα στους κόλπους της CGT. Και αυτό δεν άρεσε σ’ όλους. Πάρα πολύ νέο, πάρα πολύ δυναμικό, όχι αρκετά ιεραρχημένο σύμφωνα με τους μόνιμους υπαλλήλους της CGT. Πολύ δε περισσότερο που η συλλογικότητα CGT-ταχείας εστίασης μας επέτρεψε να πυκνώσουμε περαιτέρω τις επαφές με την AC!, την Attac, την UNEF, την UNEF-ID, τη CNT ή τη SUD… Με το που ξεκινάμε μια ενέργεια στην ταχεία εστίαση, τους καλούμε να έρθουν να μας υποστηρίξουν. Ο συντονισμός μας δούλεψε τόσο καλά ώστε το όνομα της συλλογικότητας εμφανίζεται με όλους τους τύπους στα πρακτικά της Επιθεώρησης εργασίας που συντάχθηκαν στο τέλος της σύγκρουσης στα McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Στην πραγματικότητα όμως, η συλλογικότητα επίσημα δεν υφίστατο…
Οι κυρώσεις δεν άργησαν να έρθουν: σ’ ένα εσωτερικό σημείωμα η CGT θεώρησε πως μιλούσα πάρα πολύ στο όνομα της συλλογικότητας CGT-ταχείας εστίασης χωρίς να ενημερώνω της ομοσπονδιακή διεύθυνση. Λες και ήταν έγκλημα το να εκφράζομαι αυθόρμητα στους τόπους της απεργίας! Δεν εκτίμησαν επίσης καθόλου το γεγονός πως στήσαμε μια συλλογικότητα «συνδικαλιστικού αντιστιγματισμού» στο Λεβαλλουά. Στείλαμε, για παράδειγμα, γράμματα στη Disney για να διαμαρτυρηθούμε για τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονταν τους εκπροσώπους, αλλά η ομοσπονδία Εμπορίου της CGT μας επέπληξε! Θελήσαμε να καταγγείλουμε τις εσωτερικές πιέσεις σε μια επιχείρηση χωρίς να περάσουμε από την ομοσπονδία, αλλά, το συνδικάτο μας επέπληξε. Είναι ο ίδιος κόσμος από την ανάποδη.
Μερικές βδομάδες αργότερα, δεν εξεπλάγην και πολύ βλέποντας τη CGT να μ’ έχει τοποθετήσει σε μη εκλέξιμη θέση στις λίστες των μελών του εργατοδικείου. Ήθελα να γίνω σύμβουλος εργατοδικείου ώστε να προσπαθώ να διακανονίζω τις αντιδικίες εργοδοτών/εργαζομένων στην περιοχή μου. Τελικά, έγινα «σύμβουλος εργαζομένου». Επίσης, δεν εξεπλάγην καθόλου διαπιστώνοντας πως η CGT, σε επίπεδο ομοσπονδίας, δε με βοήθησε την πρώτη φορά που η Pizza Hut με απέλυσε.
Μου πήρε χρόνο για να καταλάβω ότι μια από τις μεγάλες δυνάμεις αυτού του συνδικάτου, το οποίο έχει πίσω του πάνω από 100 χρόνια αγώνων και διαπραγματεύσεων, συνίσταται στο να ξέρει να συγκρατεί τα μέλη του, να ελέγχει την αμφισβήτηση και να σταματά μια απεργία. Εν ολίγοις, να μπορεί να εγγυηθεί στ’ αφεντικό πως το συνδικάτο είναι μια σίγουρη, αλλά πειθαρχημένη δύναμη αμφισβήτησης. Δεν πρέπει να είναι κανείς ούτε με τ’ αφεντικό, ούτε με το συνδικάτο γιατί αυτά τα δυο πάνε μαζί. Σε κανένα από αυτά τα δυο δεν αρέσουν εξεγερτικά πνεύματα του είδους μας. Μια μέρα, η φίλη μου η Λατίφα θύμωσε με τους μόνιμους υπαλλήλους της CGT: «Είστε σαν τ’ αφεντικά!» εκστόμισε.
Σε διάφορες συγκρούσεις στην Pizza Hut ή στα McDonald’s, η ομοσπονδία της CGT διενήργησε παράλληλες διαπραγματεύσεις με τη διεύθυνση. Αυτές τις πρακτικές τις ανακάλυψα όταν απεργήσαμε για ένα μήνα στο εστιατόριο της Όπερας στο Παρίσι. Οι μόνιμοι υπάλληλοι της ομοσπονδίας Εμπορίου ήρθαν να διαπραγματευτούν με πλήρη εχεμύθεια με τη διεύθυνση σε εθνικό επίπεδο, ενώ εμείς είχαμε εκλεγμένη εκπροσώπιση από τους εργαζόμενους που διαπραγματευόταν ενώπιον όλου του κόσμου γύρω από ένα τραπέζι του εστιατορίου. Κατόπιν έμαθα πως αυτή ήταν η συνήθης τακτική τους.
Όταν αντιμετωπίσαμε το ίδιο πρόβλημα κατά τη διάρκεια της μακράς απεργίας των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί, η απάντησή μας ήταν να δημιουργήσουμε την πιο ευρεία δυνατή επιτροπή υποστήριξης, προκειμένου ν’ αναπληρώσουμε τη CGT, που πια δε μας υποστήριζε. Μάθαμε πως τα McDonald’s προσπαθούσαν να βάλουν στην άκρη τη διεύθυνση της CGT υποσχόμενα μια διαφημιστική καμπάνια στις εσωτερικές εφημερίδες του συνδικάτου.
Στο πεδίο μάχης όμως είμαστε πάντα εμείς, οι μικροί αντιπρόσωποι της CGT, που διαθέτουμε νομιμοποίηση και όχι η ομοσπονδία διότι στην Pizza Hut, όπως και στα McDonald’s, η CGT ποτέ δεν υπήρξε και πολύ οργανωμένη. Οι νέοι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που την εισήγαγαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στις απεργίες η παρουσία μου στις διαπραγματεύσεις ζητείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους της Pizza Hut και καμιά φορά ακόμα και από τους εργαζόμενους των McDonald’s. Στην πραγματικότητα, ο κώδικας εργασίας δεν είναι και πολύ συγκεκριμένος σ’ ότι αφορά τη διαχείριση των συγκρούσεων: όλοι μπορούν να βοηθήσουν στις διαπραγματεύσεις. Κανονικά, οι μόνιμοι υπάλληλοι της CGT είναι αυτοί που θα έπρεπε να έχουν ασχοληθεί με τις διαπραγματεύσεις. Τι έχει όμως να κερδίσει η CGT σ’ αυτούς τους αγώνες των νέων πέρα απ’ το να φάει κι άλλα χαστούκια; Ενώ εγώ αντίθετα ήμουν εκεί απ’ το πρωί ως το βράδυ όπως και σ’ όλες τις απεργίες, μιλώντας με τους απεργούς, με το μάνατζερ, με τον τοπικό διευθυντή, στην τηλεόραση, με τους περαστικούς, κτλ. Και όταν μετά βλέπω τον τρόπο με τον οποίο σπάσαμε τα μούτρα μας με τις αρχές της CGT λέω ότι αυτοί είναι που βρίσκονται σ’ απόσταση από εμάς. Εγώ δεν έχω να «επιστρέψω στο πεδίο της μάχης» όπως λένε αυτοί γιατί απλούστατα ποτέ δεν το εγκατέλειψα.
Για ν’ αποκτήσει και να κρατήσει κανείς την εμπιστοσύνη των εργαζομένων πρέπει να είναι με το μέρος τους και, κυρίως, να μη διαπραγματεύεται πίσω από την πλάτη τους, ούτε και να ικανοποιείται από το μοίρασμα μερικών προκηρύξεων μια φορά στο τόσο. Γνώρισα μερικούς μόνιμους συνδικαλιστικούς υπαλλήλους που ικανοποιούνταν με το να παίρνουν το μισθό τους και με το να συνοδεύουν τους εργαζόμενους ως την έξοδο. Εγώ βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Αρνούμαι ότι το συνδικάτο χρησιμεύει μόνο στο να συνοδεύει τις απολύσεις –αυτό δηλαδή που όλος ο κόσμος αποκαλεί «κοινωνικό εταίρο». Δεν έχω καμιά διάθεση να είμαι ο «εταίρος» ενός εργοδότη που έχει κέρδος εκατομμυρίων κάθε χρόνο, απασχολώντας ένα στρατό από χαμηλόμισθους εργαζόμενους υπό αξιοθρήνητες, ορισμένες φορές, συνθήκες.
Εκείνο που προσπαθώ να εξηγήσω στις αγαπημένες μας αρχές της CGT είναι πως στην ταχεία εστίαση δεν παλεύουμε μόνο για καινούργιους συνδικαλιστές και για να έχουμε χρήματα για το συνδικάτο. Το να τοποθετεί κανείς το συνδικάτο πάνω από τον αγώνα είναι σα να υπογράφει τη διαθήκη του συνδικαλισμού. Πάνω απ’ όλα αγωνιζόμαστε για να έχουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας και, κυρίως, για να μας σέβονται. Το πράγμα είναι απλό. Οι νέοι θέλουν το «σεβασμό», δεν έχουν παρά αυτή τη λέξη στο στόμα. Η επισφάλεια ωθεί τους εργαζόμενους στα όριά τους, για όσο μπορούν ν’ αντέξουν και έπειτα μια μέρα εκρήγνυνται. Αυτό συνέβη τοπικά σε κάποια καταστήματα. Θα ήταν καλό μια μέρα να υπάρξει μια γενικότερη συνειδητοποίηση που θ’ άλλαζε εκ βάθρων τα πράγματα. Αυτή θα μπορούσε να είναι η επανάσταση ή κάτι διαφορετικό, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός θα έπρεπε να είναι και ο σκοπός του κάθε συνδικάτου.
Ωστόσο, η CGT, από την εκλογή του Μπερνάρ Τιμπό, έχει την τάση ν’ αναλώνεται σ’ ένα συνδικαλισμό εργοδοτικής συνοδείας, ρόλο που μέχρι τώρα είχε η CFDT. Η CFDT άνοιξε το δρόμο και οι υπόλοιπες οργανώσεις την ακολούθησαν. Η απόδειξη βρίσκεται στο φάκελο των συντάξεων που διαχειρίζεται η CFDT και η κυβέρνηση του Ραφαρέν.
Η μεταρρύθμιση των συντάξεων, με σκοπό να εργαζόμαστε περισσότερο, η άνοδος της ανεργίας, οι αλλεπάλληλες ιδιωτικοποιήσεις… είναι το μοντέλο της φιλελεύθερης κοινωνίας που μας επιβάλλουν. Η μεταρρύθμιση της CFDT και της κυβέρνησης έχει να κάνει με τον καπιταλισμό, με τον ωμό και σκληρό φιλελευθερισμό: ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός για όλους! Ενάντια σ’ αυτό το φιλελευθερισμό υπάρχει μια εναλλακτική λύση: Ή τη συμμετοχή στην ανάπτυξη και η επανοικειοποίηση των κοινωνικών ζημιών ή ο αγώνας. Εγώ πιστεύω στον αγώνα, όχι απαραίτητα σε μια «πάλη των τάξεων», μου φαίνεται λίγο αφηρημένη, αλλά στον αγώνα ενάντια στ’ αφεντικά. Το πρόβλημα είναι πως ο συνδικαλισμός στην ουσία δεν υπάρχει στη Γαλλία. Το σύνολο των συνδικάτων, δημόσιων και ιδιωτικών, αντιπροσωπεύει με δυσκολία το 8% των εργαζομένων. Αποτέλεσμα, τα συνδικάτα είναι εντελώς ξεκομμένα από την πραγματικότητα της εργασίας και κλεισμένα στον εαυτό τους. Είναι μεγάλες γραφειοκρατικές μονάδες που δεν παρακολουθούν τους αγώνες στα πεδία της μάχης. Το θετικό, βέβαια, είναι πως υπάρχουν εργαζόμενοι που αγωνίζονται ο καθένας στην επιχείρησή του, αλλά μόλις ξεσπάσει μια σημαντική διαμάχη ένας γραφειοκράτης σπεύδει επιτόπου (όπως είδαμε στην περίπτωση των McDonald’s και της Pizza Hut) για να διεξάγει παράλληλες διαπραγματεύσεις στην πλάτη των εργαζομένων και για να σπάσει τη σύγκρουση. Η CGT έχει γίνει στην πραγματικότητα ο «εταίρος» της εργοδοσίας. Δε χρειάζεται παρά κανείς να ρίξει μια ματιά στις εσωτερικές εφημερίδες της CGT όπου υπάρχουν πολλές πληρωμένες διαφημίσεις από «φίλιες» επιχειρήσεις. Αυτό το βρίσκω σκανδαλώδες.
Η CGT στηρίζεται στο προπύργιο των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ θα έπρεπε αντίθετα ν’ ανοιχτεί στους πιο ριζοσπαστικούς αγώνες, να προσπαθήσει να κάνει την πλειοψηφία του πληθυσμού ν’ αναγνωρίσει το συνδικάτο, απ’ το να αναδιπλώνεται σε δυο ή τρεις τομείς στους οποίους έχει ακόμα την πλειοψηφία. Μπόρεσα να διαπιστώσω αυτήν την αναδίπλωση όταν στήσαμε μια πολύ ευρεία επιτροπή υποστήριξης κατά τη διάρκεια της απεργίας των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Η CGT είδε με κακό μάτι το γεγονός της σύνδεσης του ονόματος της μ’ άλλες οργανώσεις της αριστεράς. Αυτή τη λογική δεν την καταλαβαίνω.
Το ενδιαφέρον να είναι κανείς στη CGT συνίσταται στο ότι αυτή αποτελεί μια μεγάλη μηχανή, η οποία μπορεί να μας παράσχει λογιστική (φορτηγά, γραφεία, υπολογιστές, μεγάφωνα, προκηρύξεις…) και νομική υποστήριξη. Και όταν τρυπώνει κανείς περισσότερο μέσα στα γρανάζια του συνδικάτου βρίσκει συχνά άτομα έτοιμα ν’ αγωνιστούν. Όπως για παράδειγμα ο Ναζίμπ από την Gom (μια επιχείρηση καθαρισμού), ο Μπερνάρ και η Λατίφα από τα Maxi-Livres, ο Αλέν από τη CGT-BNP, ο Ζωρζ Μπεκάιγ από τη Disney –όλοι τους πάντοτε πρόθυμοι να στηρίξουν τις ενέργειές μας.
Σήμερα προσπαθώ να οργανώσω την αλλαγή στην ταχεία εστίαση. Ανακάλυψα έναν νέο εργαζόμενο που δουλεύει στο εστιατόριο της Pizza Hut της οδού Προβάνς και που μοιάζει έτοιμος να εμπλακεί ενεργά στο συνδικάτο. Ελπίζω να μη σπάσει διότι διαθέτει ένα άψογο προφίλ για την ταχεία εστίαση: τον υπόλοιπο χρόνο του απασχολείται μερικώς στα… McDonald’s!