8. Απεργία επιτόπου ή εισαγόμενη;

8. Απεργία επιτόπου ή εισαγόμενη;

Συμφωνώ απόλυτα με το να μπλοκάρει κανείς ένα εστιατόριο προκειμένου να ρίξει όλο του το βάρος στη σύγκρουση. Ακόμα καλύτερα όμως είναι να μπλοκάρει πολλά εστιατόρια, κόβοντας έτσι τον κεντρικό ανεφοδιασμό. Τον Απρίλιο του 2003, οι απεργοί των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί, που είχαν ξεκινήσει ένα καινούργιο μπράντεφερ, ήθελαν να χτυπήσουν εκεί όπου πονούσε. Με τη βοήθεια της CGT, μπλόκαραν την κεντρική αποθήκη των McDonald’s, η οποία βρίσκεται στο Φλερύ-Μεροζί στην περιοχή του Παρισιού, ακριβώς δίπλα από τις φυλακές. Δώσαμε ραντεβού στη μια η ώρα τα ξημερώματα στο πάρκιγκ της συνομοσπονδίας της CGT στο Μοντρέιγ. Παρουσιάστηκαν καμιά εξηνταριά συνδικαλιστές, οι περισσότεροι εκ των οποίων της CGT, και ορισμένοι «αναρχικοί». Φύγαμε, στα μέσα της νύχτας, με καμιά δεκαπενταριά αυτοκίνητα. Στις τρεις η ώρα τα ξημερώματα όλα ήταν στη θέση τους. Ήμασταν έτοιμοι να μπλοκάρουμε τη ζώνη από την οποία έφευγαν κάθε πρωί τα υλικά τα οποία, εν συνεχεία, έφταναν στα χάμπουργκερ των εστιατορίων του Ιλ-ντε-Φρανς –αυτή η αποθήκη χρησιμεύει επίσης στην αποθήκευση μικρών ψωμιών, τα οποία φεύγουν κατόπιν προς το Μπενελούξ.
Η παρέμβαση ξεκίνησε στα μέσα της νύχτας. Κλειδώσαμε την είσοδο βάζοντας λουκέτα στα κάγκελα και έπειτα καθίσαμε ήσυχα στο μπροστινό μέρος. Εκεί υπήρχε ένα φορτηγό δανεισμένο από την CGT, εφοδιασμένο μ’ ένα μετασχηματιστή για μουσική και καφέ. Οι οργανωτές είχαν επίσης νοικιάσει δυο δωμάτια στο ξενοδοχείο της Formule 1, για ν’ αφήσουν τα πράγματά τους και να ξεκουραστούν. Υπήρχαν θερμός και σάντουιτς σε ικανοποιητικό αριθμό. Όταν ένα συνδικάτο όπως η CGT θέλει μπορεί. Εδώ και χρόνια προσπαθώ να εμπλέξω τη διεύθυνση του συνδικάτου στους αγώνες της ταχείας εστίασης και τώρα η ώρα πλησίαζε.
Καταρχάς, ξεκινήσαμε τη συζήτηση με τους εργαζόμενους του χώρου που έρχονταν να μάθουν τα νέα. Άρχισαν να συνηθίζουν στο βλέμμα των διαδηλωτών. Ένα μήνα ήδη νωρίτερα, φίλοι είχαν μπλοκάρει την αποθήκη με τη βοήθεια συνδικαλιστικών φορτηγών. Μπορέσαμε λοιπόν να συζητήσουμε με τους εργαζόμενους και να τους εξηγήσουμε για αυτή μας τη δράση. Βάλαμε ένα οδόφραγμα φιλτραρίσματος, ώστε ν’ αφήνουμε να περνούν τ’ άτομα, αλλά όχι τα εμπορεύματα. Το πιο επώδυνο απ’ όλα ήταν να πρέπει να συμμορφώνεται κανείς με την καλή θέληση της υπηρεσίας περιφρούρησης της CGT, της οποίας οι υπεύθυνοι φέρονται, ορισμένες φορές, σε μας τους «φτωχούς και άπειρους επισφαλείς» σα να ήμασταν καουμπόη. Η υπηρεσία της περιφρούρησης αποφασίζει για όλα: από τη θέση του καθένα έως και τη συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία πρέπει να λήξει η όλη επιχείρηση. Στη μια η ώρα το μεσημέρι, ο νομάρχης ζήτησε από την ηγεσία της CGT να εκκενώσει όλους τους χώροι και τα παιδιά από την υπηρεσία της περιφρούρησης φρόντισαν να αδειάσουν το χώρο. Χωρίς καν να ζητήσουν τη γνώμη μας.
Κατόπιν, μάθαμε ότι η διεύθυνση ανθρωπίνων πόρων των McDonald’s είχε τηλεφωνήσει απευθείας στην ομοσπονδία της CGT-Εμπορίου ώστε να διαπραγματευτεί για την αποχώρησή μας. Εδώ και δυο μήνες προσπαθούσαμε να διαπραγματευτούμε την επαναπρόσληψη ενός στελέχους, του Τίνο, εκπροσώπου της Γενικής Συνομοσπονδίας Στελεχών (CGC), ο οποίος είχε απολυθεί επειδή είχε υποστηρίξει τους εργαζόμενους σε μια προηγούμενη απεργία. Ζητούσαμε επίσης την αποχώρηση του διευθυντή ούτως ώστε η διεύθυνση των McDonald’s Γαλλίας να ξαναναλάβει απευθείας τη διαχείριση του εστιατορίου του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Ζητούσαμε τέλος την αύξηση του προσωπικού δυναμικού, το οποίο είχε χωριστεί στα δυο μετά και την τελευταία απεργία του 2001. Ο σκοπός της διεύθυνσης ήταν ξεκάθαρος: κλείσιμο του καταστήματος και απόλυση των εργαζομένων.
Τέλος, δεδομένου πως η CGT αποφάσισε να άρει τον αποκλεισμό νωρίτερα απ’ ότι προβλεπόταν, η διεύθυνση τρέναρε τα πράγματα και έτσι δεν μπορέσαμε να διαπραγματευτούμε πάνω σε τίποτα. Είναι κρίμα γιατί τα ΜΜΕ (το TF1 και το France 2) ήταν εκεί και, με δεδομένο τον αριθμό των αγωνιστών που ήταν παρόντες στη δράση αυτή, πιστεύω πως θα μπορούσαμε να μπλοκάρουμε το χώρο για μια ακόμα ημέρα ούτως ώστε να τους εξαναγκάζαμε να μας μιλήσουν. Τι να γίνει όμως, αυτή είναι η CGT επί του παρόντος. Η διεύθυνση των McDonald’s χαρακτήρισε τη δράση μας ως «hold-up social». Μεγάλη μας τιμή! Κατ’ ιδίαν βέβαια μας μεταχειρίσθηκαν ως τρομοκράτες, ως κακοποιούς και ληστές. Το περίεργο βέβαια θα ήταν αν εδώ και χρόνια δεν καταστρατηγούσαν τον κώδικα εργασίας, αν σέβονταν τους εργαζόμενους και δεν προέβαιναν σε συνδικαλιστικό στιγματισμό, ο οποίος μάλιστα ορισμένες φορές γίνονταν με χονδροειδή τρόπο. Έξι μήνες αργότερα, το Σεπτέμβριο του 2003, οι εργαζόμενοι συνέχιζαν την κατάληψη των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί…
Αυτού του είδους τα εγχειρήματα δεν αποτελούν μέρος του παραδοσιακού οπλοστασίου των συνδικάτων, ενώ ο σκοπός του εγχειρήματος είναι ακριβώς αυτός. Προκειμένου να διαρκέσει μια απεργία πρέπει να γίνει με διαφορετικό τρόπο. Πρέπει κανείς να βγει έξω από την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα της επιχείρησης κάνοντας ευρύτερα γνωστό το μήνυμά του καθώς επίσης και να μην οπισθοχωρεί μπροστά στα ΜΜΕ. Στη CGT όμως, όπως και αλλού, τρώμε το χρόνο μας κριτικάροντας τα ΜΜΕ. Είναι άλλωστε ο πιο βολικός στόχος για όλους αυτούς που δεν ξέρουν πια ενάντια σε ποιον ν’ αγωνιστούν. Πιστεύω πως η δημοσιοποίηση των αγώνων μας είναι σημαντική. Χάρη στους δημοσιογράφους μπορώ να κάνω γνωστές τις συνθήκες εργασίας μας στην Pizza Hut. Τι θα έκανα αν δε μιλούσαν για τις απεργίες μας; Προκειμένου να διηγηθώ τη ζωή μου, αυτή ενός διανομέα πίτσας που βρίσκεται σε διαμάχη με μια αμερικανική πολυεθνική πήγα παντού, από την τοπική έκδοση της Parisien του Ω-ντε-Σαιν έως τα τηλεοπτικά πλατό των καναλιών εθνικής εμβέλειας,. Ποτέ δεν αρνήθηκα συνέντευξη, ακόμα και σε φοιτητές δημοσιογράφους, διότι ξέρω πως το αδύνατο σημείο της Pizza Hut ή των McDonald’s δεν είναι αυτό που σερβίρουν για φαγητό (έστω κι αν είναι ο,τιναναι…), αλλά η ίδια η εικόνα της επιχείρησης στους καταναλωτές: η ιερή «μάρκα», το λογότυπο. Δε μένει παρά να δει κανείς μια από τις τελευταίες διαφημιστικές εκστρατείες των McDonald’s, η οποία βασίζεται στο αίσθημα ευτυχίας του να δουλεύει κανείς όταν είναι φοιτητής σ’ ένα fast-food. Ο βασιλιάς των χάμπουργκερ διοργάνωσε επίσης μια ημερίδα με ελεύθερη είσοδο, ώστε το κοινό να μπορεί να βλέπει τι συμβαίνει (υποτίθεται) στην κουζίνα. Νομίζω πως οι απεργίες μας δε γίνονται και για το τίποτα στο πλαίσιο αυτής της αιφνίδιας επιθυμίας για καθαρότητα και διαφάνεια.
Τα ΜΜΕ στράφηκαν πάνω μου για έναν απλό λόγο: ήμουν ο μόνος που πήγε μπροστά στα μικρόφωνα, τα στυλό και τις κάμερες για να πει φωναχτά όλα όσα οι εργαζόμενοι λένε χαμηλόφωνα. Τα δέκα χρόνια μόχθου μου στην Pizza Hut μου παρέχουν άλλωστε, περισσότερη νομιμοποίηση σε σχέση με τους νέους που απλά και μόνο περνούν και φεύγουν και δεν έχουν άλλο σκοπό πέρα απ’ το να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους. Για να κάνω δημοφιλή έναν αγώνα πρέπει επίσης να είμαι διαθέσιμος και να προσπαθήσω για ώρες να πείσω τους δημοσιογράφους, με κίνδυνο βέβαια να ξετινάξω το λογαριασμό του κινητού μου! Και έπειτα υπάρχουν πολλοί επισφαλείς διανοούμενοι στον τύπο, πολλοί δημοσιογράφοι που πληρώνονται με το κομμάτι και καταλαβαίνουν πολύ καλά το σύστημα που καταγγέλλω. Προσπαθώ να μιλάω με τρόπο απλό αποφεύγοντας την ξύλινη γλώσσα.
Δεν πρέπει να φοβάται κανείς να μιλήσει. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους αποφεύγουν τα ΜΜΕ, ακόμα και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, ενώ εγώ τους κολλάω. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω να χάσω τίποτα πέρα από έναν άθλιο μισθό. Διαφορετικά θα ήμουν στο ταμείο ανεργίας. Θα ήταν το ίδιο πράγμα. Καλύτερα λοιπόν, να επωφεληθώ και ν’ αγωνιστώ για να κάνω γνωστές τις συνθήκες εργασίας μας. Με βάση αυτό, είναι γεγονός πως οι εμφανίσεις μου στα ΜΜΕ ήταν εκείνες που προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στη διεύθυνση. Μέχρι το 2000, όσο οι εκκλήσεις μου για μικρές στάσεις εργασίας γίνονταν γνωστές απλά και μόνο στο εσωτερικό της επιχείρησης, όλα πήγαιναν καλά. Μόλις όμως αγγίξει κανείς την εικόνα και τη φήμη του εργοδότη… Η πρώτη φορά που τέθηκα σε διαθεσιμότητα έγινε συγκεκριμένα μετά από το πέρασμά μου από το κανάλι France 3 και από την Le Parisien. Στην αρχή τέθηκα σε διαθεσιμότητα για μια μέρα, μετά για δυο, μετά για πέντε και τελικά σε συντηρητική διαθεσιμότητα όσο οι αγώνες μας άρχιζαν σταδιακά να γίνονται γνωστοί στο ευρύ κοινό. Πρόκειται για μια βασική αρχή του αμερικάνικου μάνατζμεντ: να μη βγαίνουν άπλυτα στη φόρα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τ’ άπλυτά τους είναι πολύ βρώμικα. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι αν μέναμε στο εσωτερικό της επιχείρησης, τετ-α-τετ με τη διεύθυνση, δε θα μπορούσαμε να κερδίσουμε. Έπρεπε να κάνουμε τον αγώνα μας πρόβλημα της ίδιας της κοινωνίας και τα ΜΜΕ με βοήθησαν πολύ σ’ αυτό. Για έναν συνδικαλιστή αυτό είναι ένα είδος απαραίτητου ενισχυτή. Ένα γιγαντιαίο μεγάφωνο.
Αυτό μπόρεσα να το διαπιστώσω μετά από το πέρασμά μου στην εκπομπή του Λωρέν Ρυκιέ στο κανάλι France 2 το Μάρτιο του 2001. Ξαφνικά δεν ήμουν πια ο «γαμιόλης κωλοσυνδικαλιστής», αλλά έγινα ο «Αμπντέλ-που-είδαμε-στην-τηλεόραση». Κατά τη διάρκεια της συνδικαλιστικής μου περιοδείας, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν στα καταστήματα, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι μάνατζερς, ήταν διαφορετική διότι όλος ο κόσμος βλέπει τηλεόραση. Ακόμα και ο νέος διευθυντής ανθρωπίνων πόρων της Pizza Hut, ο οποίος με είδε σε μια εκπομπή του καναλιού Planète! Μου είπε ότι συμφωνούσε μαζί μου στο ζήτημα του turn-over και πως η Pizza Hut όντως έχει συμφέρον να κρατά τους εργαζόμενους της. Εν ολίγοις, η τηλεόραση είναι λίγο μαγική, δεν είναι; Και έχει γίνει ένα βασικό συστατικό κάθε κοινωνικής σύγκρουσης.
Γενικά πάντως, η τηλεόραση μάλλον έπεται του έντυπου τύπου, που είναι πιο ευαίσθητος σε κοινωνικά ζητήματα. Η ομάδα του Λωρέν Ρυκιέ με κάλεσε για να θίξω το ζήτημα των δυο μεγάλων και εν εξελίξει απεργιών στα fast-food του κέντρου του Παρισιού, έχοντας διαβάσει ένα δικό μου πορτραίτο σε μια καθημερινή εφημερίδα εθνικής εμβέλειας. Μερικές ώρες μετά έλαβα ένα τηλεφώνημα των βοηθών του Κριστόφ Ντεσαβάν που διεύθυνε μια ανταγωνιστική εκπομπή, την ίδια ώρα, στο TF1. Μου υποσχέθηκαν 10 λεπτά απευθείας σύνδεσης ενώπιον ενός αντιπροσώπου του SNARR. Επικοινώνησα με την εκπομπή του Ρυκιέ για ν’ ανεβάσω τους τόνους.
Αυτό δεν το είδαν με καλό μάτι:
-Αυτό δε γίνεται με τίποτα, μου είπαν. Κι έπειτα η μικρή σας κινητοποίηση καλή και συμπαθητική είναι, αλλά αυτό μπορεί ν’ αλλάξει.
-Η απόφαση για τη συμμετοχή στην εκπομπή θα ληφθεί στο επίπεδο του συλλόγου CGT-ταχείας εστίασης, απάντησα.
-Καλώς, τότε καλούμε όλο το σύλλογο.
Έτσι βρεθήκαμε τέσσερις στο πλατό του Ρυκιέ: η Κορίν από το Quick, ο Ζαν-Κλωντ «ομαδάρχης» στα McDonald’s, ο απαραίτητος Καρίμ από τη EuroDisney κι εγώ. Η σύγκλιση των αγώνων μας στην τηλεόραση ήταν συμβολική. Μετά το πέρασμά μας δεχθήκαμε δεκάδες τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους. Τα ρεπορτάζ πάνω στις συνθήκες εργασίας μας πολλαπλασιάστηκαν. Αυτός ήταν ο στόχος. Από τη μικρή μου εμπειρία στα ΜΜΕ έβγαλα το συμπέρασμα ότι δεν πρέπει κανείς να παθιάζεται κιόλας: μας χρησιμοποιούν όσο τους χρησιμοποιούμε. Αυτό μπόρεσα να το καταλάβω όταν απολύθηκα για δεύτερη φορά. Ήταν στα μέσα Ιουλίου και τότε δεν είχε ούτε κάμερες, ούτε δημοσιογράφους. Κάλεσα την αρχισυνταξία των εφημερίδων, αλλά η απόλυσή μου δεν τους ενδιέφερε πια. Μόνος μέσα στα σκατά κατέβηκα γρήγορα από το μιντιακό μου συννεφάκι.
Μια απεργία δεν μπορεί να ζήσει μόνο μέσω των ΜΜΕ. Σήμερα, χρειάζεται ένα δυναμικό και πολύμορφο κίνημα ώστε να κάνει γνωστό σε όσο το δυνατό περισσότερους τα προβλήματα των επισφαλών εργαζομένων. Για το λόγο αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να επιτεθούμε στην εικόνα της επιχείρησης, το λογότυπό της, την αλυσίδα της, τη φίρμα της. Να ενημερώσουμε τους καταναλωτές. Εξού και οι ενέργειες «κομάντο» στις οποίες προβαίνουμε συχνά πυκνά ώστε ο κόσμος να μην ξεχνά τους αγώνες μας. Διότι, στην επικαιρότητα, τι είναι εκείνο που βαραίνει περισσότερο στη μάχη των ημι-χαμηλόμισθων της ταχείας εστίασης ενάντια στη χιονοστιβάδα των εξαγγελλόμενων κοινωνικών προγραμμάτων των τελευταίων μηνών; Είμαστε πεπεισμένοι πως το πρόβλημα της επισφαλοποίησης (précarisation) της εργασίας πρέπει να τεθεί ως πολιτικό πρόβλημα διότι αφορά όλο και περισσότερους εργαζόμενους. Για παράδειγμα πότε θα γίνει επιτέλους η πρώτη δυναμική απεργία των προσωρινών εργαζομένων, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990; Περιμένοντας εκείνη την ημέρα όπου οι επισφαλείς εργαζόμενοι θα μπορούν να εκφραστούν, ας προσπαθήσουμε να διαδώσουμε τους τρόπους δράσης μας.
Έτσι, δημιουργήθηκε και το δίκτυο Stop-Précarité με το οποίο διοργανώσαμε κι άλλα εγχειρήματα «γροθιά στο στομάχι». Αυτό το άτυπο δίκτυο δημιουργήθηκε κυρίως από την Εβελίν Περέν, υπεύθυνη της Δράσης ενάντια στην Ανεργία (AC!), μετά από τις πρώτες μεγάλες απεργίες της ταχείας εστίασης στο Παρίσι. Εκτιμούσαμε πως οι αγώνες μας ήταν πολύ διασκορπισμένοι και πως έπρεπε οπωσδήποτε να συνδέσουμε την κινητοποίησή μας μ’ εκείνη των ανέργων, προσωρινών ηθοποιών. «Όσο οι επισφαλείς εργαζόμενοι θα είναι λίγο ή καθόλου συνδικαλισμένοι, περνώντας από τη μια επιχείρηση στην άλλη και υποταγμένοι σε μια ισχυρή συνδικαλιστική καταπίεση, τόσο θα προστατεύονται όλο και λιγότερο από τα συνδικάτα (εκτός από το “Γκρουπ των Δέκα” και τη “CGT”). Αυτή όμως η τελευταία αποφεύγει να ρίξει όλες τις δυνάμεις της στη μάχη εναντίον της επισφάλειας», γράφαμε στην «Έκκληση για τη δημιουργία ενός δικτύου Stop-Précarité», η οποία συντάχθηκε το 2001. Σ’ αυτήν την έκκληση απάντησαν οργανώσεις των ανέργων (η AC!, η APEIS [Σύλλογος για την εργασία, την πληροφόρηση και την αλληλεγγύη μεταξύ των ανέργων και των επισφαλών εργαζομένων, Σ.τ.Μ.], η MNCP [Εθνικό Κίνημα Ανέργων και Επισφαλών Εργαζομένων, Σ.τ.Μ.] η CGT-Προσωρινών εργαζομένων, η CGT-Εμπορίου, η SUD [Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Βοντουάζ, Σ.τ.Μ.]), αλλά και οργανώσεις όπως η Aaargh. Επίσης, νέοι εργαζόμενοι με συμβάσεις έτοιμες να λήξουν, οι εργαζόμενοι στα Virgin, τα FNAC ή τα Maxi-Livres. Όλοι συμφωνούμε στην ύπαρξη κοινών διεκδικήσεων: επιβολή φορολογίας στην καταχρηστική προσφυγή σε συμβάσεις περιορισμένου χρόνου εργασίας και στην προσωρινότητα, μεταβολή της ζήτησης του μερικού χρόνου απασχόλησης σε πλήρη χρόνο απασχόλησης, δικαίωμα σε μια εκπαίδευση που να επιλέγεται ελεύθερα και να ανταμείβεται επαρκώς, κτλ.
Οι πρώτες συναντήσεις έγιναν στη Συνέλευση των μελών του Συνδικάτου στην οδό Τουρμπίγκο στο Παρίσι. Η πρώτη δράση του δικτύου Stop-Précarité ήταν να διεισδύσει στο γιγαντιαίο εμπορικό κέντρο της Μπελ-Επίν στο προάστιο του Παρισιού. Ήταν μια ενέργεια πρακτική και συμβολική ταυτόχρονα, διότι όλες οι φίρμες που επωφελούνται της επισφαλοποίησης της εργασίας ήταν συγκεντρωμένες στο ίδιο σημείο. Εκεί βρίσκονταν ακόμα και τα Marks and Spencer, για τα οποία μιλούσαμε πολύ εκείνη την περίοδο, διότι το βρετανικό αφεντικό είχε εξαγγείλει το κλείσιμο των γαλλικών καταστημάτων στέλνοντας ένα απλό e-mail στους εργαζόμενους λίγο πριν την έναρξη της Συνέλευσης. Ήμασταν καμιά τριανταριά και πηγαίναμε από κατάστημα σε κατάστημα για να μοιράσουμε προκηρύξεις της CGT μαζί με διασταυρωμένες μαρτυρίες εργαζομένων από διαφορετικές αλυσίδες παραγωγής. Διότι κάθε κατάστημα είναι μια μικρή φυλακή: όλα είναι με τέτοιο τρόπο καμωμένα ώστε να εμποδίζουν τους εργαζόμενους να γνωρίζουν τι συμβαίνει αλλού. Θέλαμε μόνο να τους ενημερώσουμε για τα δικαιώματά τους και να διαμαρτυρηθούμε για την καθιέρωση της εργασίας τις Κυριακές.
Δεύτερη ενέργεια: αφότου είχαμε πάει να συναντήσουμε όσους εργάζονταν «σε αλυσίδα» θελήσαμε να το καταγγείλουμε στις αρχές. Από το Σεπτέμβρη του 2001, εισβάλαμε στους χώρους της επιθεώρησης εργασίας στο Παρίσι. Ο διευθυντής του υποκαταστήματος αρχικά μας μάλωσε: «Δεν είναι σωστό οι συνδικαλιστές να εισβάλλουν μ’ αυτόν τον τρόπο!». Πήγαμε εκεί για να καταγγείλουμε τις συνθήκες εργασίας στις επιχειρήσεις μας και για να διαμαρτυρηθούμε εναντίον του γεγονότος πως η επιθεώρηση εργασίας είχε δεχτεί τη δεύτερη απόλυσή μου. Η ενέργεια έληξε με μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον επιθεωρητή εργασίας που αντιμετώπιζε και ο ίδιος, όπως και ’μεις, το πρόβλημα της επισφαλοποίησης, αλλά ο οποίος δεν είχε τα απαραίτητα νόμιμα μέσα για να αντισταθεί. Προβήκαμε στην ίδια ενέργεια λίγο αργότερα με τις καμαριέρες της Arcade, εργολαβία του ομίλου Accor, που βρίσκονταν εδώ και ένα χρόνο σ’ απεργία εξαιτίας των απίστευτων πιέσεων του εργοδότη τους. Αυτές οι γυναίκες πληρώνονταν στην πραγματικότητα σε συνάρτηση με το ρυθμό εργασίας τους: μόλις 17 λεπτά για να συγυρίσουν ένα δωμάτιο, ούτε λεπτό παραπάνω. Αν ξεπερνούσαν αυτό το όριο, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά, η επιπλέον εργασία δεν πληρωνόταν. Πιο συγκεκριμένα, δεν πληρώνονταν με την ώρα, αλλά με το κομμάτι. Ωμή εκμετάλλευση δηλαδή. Θελήσαμε λοιπόν να υποχρεώσουμε την επιθεώρηση εργασίας να φτάσει μέχρι τον εντολέα διαταγών (την Accor) ώστε να τιμωρήσει τις παρεκκλίσεις του υπεργολάβου της. Πράγμα και το οποίο έκανε. Η Accor υπέγραψε ένα καταστατικό με το οποίο καταργεί την πληρωμή με το κομμάτι.
Το δίκτυο Stop-Précarité είναι επίσης ένας χώρος σκέψης. Διοργανώνει συζητήσεις πάνω στην ηθική παρενόχληση ή την κοινωνιολογία της εργασίας. Εγώ πάντως από πλευράς μου προτιμούσα πάντοτε να βρίσκομαι εν δράσει ώστε να υπερασπίζομαι συγκεκριμένα τους εργαζόμενους και να κάνω να υποχωρούν τ’ αφεντικά. Τα μέλη του δικτύου ενεπλάκησαν επίσης στη μεγάλη απεργία των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί, με κύριο σκοπό να καταλάβουν το χώρο τις ημέρες «κάμψης». Αυτή η απεργία ήταν πράγματι μια καταπληκτική στιγμή σ’ επίπεδο κινητοποίησης αγωνιστών, που ενημερώνονταν για την εξέλιξη της απεργίας συμβουλευόμενοι την ιστοσελίδα μου στo Διαδίκτυο1. Τα κάναμε όλα, ακόμα και να διαδηλώσουμε στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων ώστε να υποστηρίξουμε τους εργαζόμενους των Virgin και FNAC. Το να είσαι στα Ηλύσια Πεδία, περιβαλλόμενος από τα CRS [γαλλικά Ματ, Σ.τ.Μ.], αυτό από μόνο είναι κάτι το απίστευτο για μένα. Και το αλατοπίπερο της υπόθεσης είναι πως διαλέξαμε την ημέρα όπου ο υποψήφιος Λιονέλ Ζοσπέν, που ήταν επίσης και πρωθυπουργός, θα υπέγραφε το βιβλίο του στα Virgin.
Μια άλλη μεγάλη στιγμή ήταν η απεργία των εστιατορίων της Pizza Hut των Άλς. Ο εκπρόσωπος της CGT με κάλεσε ώστε να πάω να τον υποστηρίξω. Όπως συνήθως η διεύθυνση ήθελε ν’ απολύσει μια ρεσεψιονίστ χωρίς σοβαρό λόγω. Μοιράσαμε προκηρύξεις και υπογράψαμε αιτήσεις. Καλούσαμε σε μποϋκοτάζ της Pizza Hut από το μεγάφωνο. Η διεύθυνση μας έστειλε έναν από τους φουσκωτούς της, αλλά ήμασταν τόσοι ώστε να μη μας φοβίσει. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους του εστιατορίου προτίμησαν να μην πουν ανοιχτά αυτά που είχαν ώστε να μην δώσουν άσχημη εντύπωση στον μάνατζερ. Η πιο αστεία στιγμή όμως ήταν όταν ο εκπρόσωπος του εστιατορίου ανήγγειλε απ’ τα μεγάφωνα δωρεάν πίτσα για όλους ώστε να κάνει πιο δημοφιλή την κινητοποίηση. Ξαφνικά είδαμε να καταφθάνουν πεινασμένοι απ’ όλες τις μεριές των Άλς, που είναι σε κακόφημη περιοχή. Κατέφθασαν όλοι οι άστεγοι, οι καταζητούμενοι, οι επαίτες. Ήταν μάλλον συμπαθητικοί και πεινούσαν. Υπήρχε τόσος κόσμος ώστε η διεύθυνση αναγκάστηκε να κλείσει τις πόρτες του εστιατορίου!
Όσο εξασκείται μ’ αυτόν τον τρόπο ο συνδικαλισμός μπορεί να ξαναγίνει ένα μέσο έκφρασης των εργαζομένων. Με την προϋπόθεση να τα παίρνει κανείς όλα πολύ στα σοβαρά. Ακόμα και τις Κυριακές με βροχή συνεχίζαμε με καλή διάθεση την περιοδεία στα μαγαζιά. Επινοήσαμε την αρχή της κυλιόμενης απεργίας. Στη Νεγύ-σουρ-Σαιν, για παράδειγμα, πήγαμε να παίξουμε ταμ-ταμ στην είσοδο του καταστήματος διανομής ώστε να μην μπορούν να λάβουν παραγγελίες. Έπειτα πήγαμε στο Πουτό, στο Ορντενέ, στο Ρισάρ-Λενουάρ, κτλ. Κάθε φορά ένας (μια) εργαζόμενος-η μας καλούσε για να διαμαρτυρηθεί στο μάνατζερ. Πηγαίναμε με φίλους, που μπορεί να μην ήταν απαραίτητα της Pizza Hut, αλλά που ήθελαν να βοηθήσουν τις κινητοποιήσεις μας. Συχνά ο Καρίμ έφερνε τέσσερις ή πέντε συναδέλφους του για να με βοηθήσουν να κρατήσω τις απεργίες. Οι διεκδικήσεις ήταν πάντα οι ίδιες: αύξηση των μισθών, πριμ επικινδυνότητας στους διανομείς, παπούτσια ασφάλειας, κτλ. Το ηθικό ήταν ακμαιότατο γιατί τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι περαστικοί μας ενθάρρυναν. Θυμάμαι ένα γέρο που περνούσε το δρόμο. Ο μάνατζερ βιάστηκε να τον κάνει μάρτυρα του μπλοκαρίσματος του εστιατόριου. Ο γέρος του απάντησε: «Και ’σεις ξέρετε τι ζητάτε από τους εργαζόμενους σας; Ο γιος μου δουλεύει σε σας και ξέρω πώς λειτουργείτε. Μπράβο παιδιά, συνεχίστε!» Όχι παίζουμε…!