4. Το «δικαίωμα-στην-απόλυση»

4. Το «δικαίωμα-στην-απόλυση»

…είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ταχείας εστίασης. Το «πολυειδικευμένο μέλος» έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής κι αν παραμείνει πολύ καιρό, η διεύθυνση είναι πάντοτε έτοιμη να το βοηθήσει να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να την κάνει. Πρόκειται για ζήτημα αποδοτικότητας: οι εργαζόμενοι που αρχίζουν να γνωρίζουν πολύ καλά το σύστημα και να μαθαίνουν τις συνήθειές του δεν αρέσουν στους μάνατζερς. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι γι’ αυτούς. Τ’ αφεντικά επιθυμούν να έχουν διαρκώς φρέσκο κρέας (φοιτητές, ξένους, επισφαλείς εργαζόμενους), εύπλαστο και λίγο αιθεροβάμον εργατικό δυναμικό, απ’ το να έχουν παλιούς στους οποίους οι τεχνικές πίεσης δεν πολυπιάνουν. Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα αν αυτός ο παλιός τυγχάνει να είναι και συνδικαλισμένος, ενώ αν έχει δε και το ελάττωμα να μη συμβιβάζεται με τη διεύθυνση τότε πρόκειται για σωστή κόλαση. Η περίπτωσή μου δηλαδή. Παρόλη την προστατευμένη θέση μου ως εκπρόσωπος του προσωπικού και εκπρόσωπος της CGT, απολύθηκα δυο φορές μέσα σε δυο χρόνια. Αναγκάστηκα να ξεκινήσω μακράς διάρκειας δικαστικούς αγώνες οι οποίοι έφτασαν έως και το υπουργείο απασχόλησης. Και τις δυο φορές επαναπροσλήφθηκα.
Η McDonald’s, η Disney και η Pizza Hut ειδικεύονται στη γρήγορη και καταχρηστική απόλυση, καθώς και στην επιβεβαίωση της εξουσίας τους πάνω στους εργαζόμενους. Όταν οι εργαζόμενοι περνούν τη δοκιμαστική περίοδο θεωρούνται ήδη παλιοί. Αυτό όμως το «δικαίωμα-στην-απόλυση», το οποίο έχει καταντήσει και σήμα κατατεθέν τους, είναι κατά τη γνώμη μου το στρατηγικό τους λάθος, η υπερβολική τους αλαζονεία, η οποία όμως αναγκάζει αρκετούς εργαζόμενους να κατέβουν σε απεργία. Πόσα και πόσα κοινωνικά κινήματα, και μάλιστα ακόμα και τα πιο δυναμικά απ’ αυτά, δεν ξεκίνησαν ακριβώς εξαιτίας των αδικαιολόγητων απολύσεων; Ας πιάσουμε την απεργία στα εστιατόρια McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί (Οκτώβριος 2001-Φεβρουάριος 2002). Κατά βάση, η κινητοποίηση ξεκίνησε γιατί ένας νέος μάνατζερ –στην πραγματικότητα ένας «καθαριστής» που είχε αποσταλεί από την εθνική διεύθυνση– τέθηκε επικεφαλής της διαδικασίας για απαλλαγή από πέντε εργαζόμενους που έκρινε ως τους λιγότερο πειθήνιους. Ορισμένοι δε απ’ αυτούς είχαν σκοπό να παρουσιαστούν στις εκλογές εκπροσώπων του προσωπικού που είχαν οριστεί μερικές εβδομάδες αργότερα σ’ αυτό το μαγαζί. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως είχαν σουφρώσει από το ταμείο ένα ποσό. Ακολούθησε μήνυση και έρευνα από το ανακριτικό τμήμα. Αποτέλεσμα: τίποτα ποτέ δεν αποδείχθηκε και μετά από 115 ημέρες απεργίας και μπλοκαρίσματος του καταστήματος, οι ύποπτοι εργαζόμενοι επαναπροσλήφθηκαν. Αυτό όμως λέει πολλά πάνω στα μέσα που χρησιμοποιεί η διεύθυνση για να σπάσει έναν εργαζόμενο από τη στιγμή που εκείνος διαμαρτύρεται λίγο πιο έντονα για τις συνθήκες εργασίας.
Η κατηγορία της κλοπής είναι η μεγάλη κλασική κατηγορία της ταχείας εστίασης. Οι διευθύνσεις των διαφορετικών αλυσίδων ταχείας εστίασης δείχνουν να είναι συνεννοημένες έπ’ αυτού. Οι υποτιθέμενες υποθέσεις κλοπής έχουν καταντήσει σύνηθες φαινόμενο σ’ όλες τις φίρμες. Αυτό πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ιδέα της ελευθερίας της επιχείρησης. Γιατί δηλαδή να μπαίνουν σε μπελάδες μ’ έναν εργαζόμενο που δεν είναι πια αρκετά πειθήνιος γι’ αυτούς; Καλύτερα να τον απολύσουν. «Να χωρίσουμε», όπως λένε, όποια κι αν είναι η αιτία.
Στη δική μου περίπτωση η διεύθυνση της Pizza Hut δεν επιχείρησε να με κατηγορήσει για ψευδή υπόθεση κλοπής. Έπρεπε όμως να βρει κάτι γρήγορα, γιατί είχα αρχίσει να έχω μια ορισμένη επιτυχία στις οργανωμένες στάσεις εργασίας στα καταστήματα διανομής του Ω-ντε-Σαιν. Το Σεπτέμβρη του 2000 πολλαπλασιάσαμε τις κινητοποιήσεις στο Παρίσι και προκαλέσαμε κυλιόμενες απεργίες. Ήταν μόλις που είχα εκλεγεί εκπρόσωπος του προσωπικού και στην επιτροπή της επιχείρησης –πράγμα που αποτελούσε μια επιπλέον προσβολή στα μάτια τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα μιας και ο λόγος μου είχε αποκτήσει βαρύτητα, ιδιαίτερα στα εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ που άρχιζαν να προβάλλουν τα πρώτα τους ρεπορτάζ πάνω στις συνθήκες εργασίας μας. Τιμωρήθηκα, λοιπόν, με μονομερή πειθαρχική καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω «εσκεμμένης συμπεριφοράς εκτέλεσης καθηκόντων με βραδύτητα», πράγμα που αποτελεί τη χειρότερη προσβολή που μπορεί να εκστομίσει ένας υπεύθυνος στην ταχεία εστίαση. Κατόπιν, μου έβαλαν άλλες πέντε μέρες πειθαρχικής καταγγελίας γι’ άλλες αιτίες, εκ των οποίων η παρακάτω εντελώς αυθαίρετη: «πληροφόρηση των εργαζομένων πάνω στα μέσα που τους επιτρέπουν να παραβαίνουν τους κανόνες, όπως καθυστερήσεις και απουσίες, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί αντικείμενο κυρώσεων». Με κατηγορούσαν ευθέως δηλαδή για τ’ ότι έκανα συνδικαλιστική δουλειά, η οποία, μεταξύ των άλλων, συνίσταται στο να πληροφορεί τους εργαζόμενους πάνω στα δικαιώματά τους ως προς τις απουσίες λόγω ασθένειας και τα πληρωμένα ρεπό!
Μετά από ένα μήνα από τις εσωτερικές εκλογές πήγα στην πρώτη επίσημη συνέλευση στην έδρα της επιχείρησης στη Ναντέρ. Ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων με προειδοποίησε: «σκοπεύουμε να προβούμε σε διαδικασία απόλυσης εναντίον σας. Δεν έχετε το δικαίωμα να είστε εδώ». Επρόκειτο λοιπόν για μια «συντηρητική» απόλυση. Η σύμβαση εργασίας μου είχε διακοπεί και ο μισθός μου είχε παρακρατηθεί εν αναμονή της προκείμενης συζήτησης για την απόλυσή μου. Μες τη βιασύνη τους είχαν συγκεντρώσει εναντίον μου εχθρικές μαρτυρίες προερχόμενες από την ένταξή μου στην επιχείρηση, και πού αρκούσαν, κατ’ αυτούς, για να ξεκινήσει η διαδικασία της απόλυσης. Ειλικρινά όμως οι επίσημες αιτίες ήταν, χωρίς αμφιβολία, έωλες: «ο Αμπντέλ Μαμπρουκί αρνήθηκε ν’ αποψύξει το λαρδί», «έβγαλε σε τρεις ώρες το αντίστοιχο μιας ώρας δουλειάς» (απομένει μόνο να γνωρίζουμε με ακρίβεια σε πιο είδος παραγωγής αντιστοιχεί μια ώρα εργασίας!), «εισχώρησε στο κατάστημα για να συνομιλεί με τους εργαζόμενους (μ’ άλλα λόγια: είχα το θράσος να κάνω συνδικαλιστική περιοδεία), «παρενόχλησε συνειδητά την υπηρεσία με την ενοχλητική και προβοκατόρικη συμπεριφορά του»… Και ούτω καθ’ εξής με βάση πάντα τις μαρτυρίες των μάνατζερς που τους είχαν υποχρεώσει να τα δηλώσουν όλα αυτά και γραπτώς. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς είχε υπολογίσει ακόμα και τον αριθμό των φοντού που κατάφερνα να κάνω μέσα σε τέσσερις ώρες. Με είχε επιτηρήσει κατά τη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου μόνο και μόνο για να βρει ένα λόγο απόλυσης! Ένας άλλος έγραψε πως μίλησα για τις συνθήκες εργασίας στους εργαζόμενους χωρίς να ζητήσω την άδειά του. Αυτό ονομάζεται ξεκάθαρα συνδικαλιστικός στιγματισμός. Στην πραγματικότητα, είχαν κινήσει πρόχειρα τη διαδικασία της απόλυσης υπό την πίεση του διευθυντή ανθρωπίνων πόρων, ο οποίος ήθελε την κεφαλή μου επί πίνακι. Δεν άντεχε τους απεργούς και ακόμα λιγότερο αυτούς της CGT. Την πρώτη λοιπόν φορά δεν μπόρεσα να μπω στην αίθουσα της συνέλευσης.
Αυτό όμως δεν ήταν το πιο σημαντικό. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να ετοιμάσω την υπεράσπισή μου και να απαντήσω συγκεκριμένα στις ψευδο-κατηγορίες τους. Το ραμαζάνι είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και μερικές μέρες και εγώ έπρεπε να περνάω όλες τις ημέρες μου χωρίς να τρώω τίποτα και συγκεντρώνοντας μαρτυρίες. Κατόπιν, συγκάλεσαν μια υπέροχη επιτροπή από την επιχείρηση για να δώσουν συμβουλές για την απόλυσή μου. Απάντησα τις κατηγορίες τους σημείο προς σημείο, πάνω δηλαδή στην άρνησή μου να εργαστώ, στην παραίτηση πολλών μάνατζερς στο κατάστημά μου, στο γεγονός πως παρεμπόδιζα άλλους εργαζόμενους να εργαστούν… Αποτέλεσμα: δυο ψήφοι υπέρ και δυο κατά. Εγώ φυσικά απείχα.
Έγραψα στην ομοσπονδία εμπορίου της CGT, από την οποία εξαρτώμαι, για να μου δώσει μια χείρα βοηθείας. Προς απάντηση η γενική γραμματέας μου έκανε την παρατήρηση… πως δεν είχα πληρώσει την εισφορά μου. Εγώ μ’ όλη μου την αφέλεια πίστευα, έχοντας υποστεί συντηρητική απόλυση και όντας χωρίς μισθό, πως το συνδικάτο θα μπορούσε ενδεχομένως να μου παράσχει οικονομική βοήθεια. Ευχαριστώ την «από τα πάνω» CGT…! Ευτυχώς που υπολόγισα στην «από τα κάτω» προκειμένου να συντάξω το φάκελό μου. Ο σύμβουλος επί νομικών θεμάτων της τοπικής ένωσης της CGT, Ντανιέλ Ζιμερλέν, στο Λεβαλουά μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές. Μου υπέδειξε πρώτα και κύρια να συγκεντρώσω μαρτυρίες εργαζομένων, οι οποίες ν’ αποδεικνύουν πως δε δουλεύω «με βραδύτητα».
Όταν υποχρεωτικά ζητήθηκε η γνώμη της επιθεώρησης εργασίας, σχετικά με την απόλυση ενός προστατευμένου εργαζομένου, αυτή δεν άργησε ν’ αρνηθεί το δικαίωμα να μ’ απολύσουν. Η επιθεώρηση υπενθύμισε κατά κύριο λόγο πως η συντηρητική απόλυση δεν ανέστειλε τη συνδικαλιστική μου εντολή και πως είχα απολύτως το δικαίωμα να πάω στο κατάστημά μου στο Λεβαλουά και να μιλήσω με τους εργαζόμενους. Σημείωσε μάλιστα πως οι κατηγορίες που μου είχε απευθύνει η διεύθυνση είχαν όλες τους συνταχθεί το τελευταίο εξάμηνο, την περίοδο που είχα αρχίσει να κινητοποιώ τους εργαζόμενους στα εστιατόρια χωρίς να μου έχει γίνει καμιά κριτική κατά τη διάρκεια των εφτά πρώτων ετών στην Pizza Hut. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν πως η επιθεώρηση εργασίας εκτίμησε πως «αυτά δεν είναι λάθη τόσο βαρύνοντα που να δικαιολογούν την απόλυση ενός εκπροσώπου του προσωπικού που έχει μια προϋπηρεσία τόσο σημαντική σε μια επιχείρηση όπου το turn-over είναι αξιοσημείωτο». Ακόμα κι αν είναι όλα αυτά ήδη γνωστά, σίγουρα σ’ ανακουφίζει να τα δεις και γραπτώς από έναν αντιπρόσωπο της διοίκησης.
Η διεύθυνση όμως αυτό δεν το εκτίμησε καθόλου. Συνέταξε αμέσως μια προσφυγή στο υπουργείο εργασίας από τη Διεύθυνση σχέσεων εργασίας –μια υπηρεσία που ασχολείται με τις σχέσεις με τα συνδικάτα στο υπουργείο. Και φτου κι απ’ την αρχή, η απόλυση απορρίφθηκε εκ νέου με την ακόλουθη διευκρίνιση: το αίτημα της Pizza Hut «δεν μπορεί να ιδωθεί ως εάν να στερούνταν οποιουδήποτε στιγματισμού». Ήταν λοιπόν εξαιτίας των συνδικαλιστικών μου δραστηριοτήτων που ήθελαν να μ’ απολύσουν.
Ο εκβιασμός όμως συνεχίστηκε. Πρέπει να πω πως έχουν μια νομική υπηρεσία γι’ αυτό το σκοπό. Ενάμισι μήνα αργότερα μ’ απέλυσαν για δεύτερη φορά. Ήταν μόλις μετά την πρώτη του Μάη, ημέρα της εργατικής γιορτής. Αυτή τη φορά η επιθεώρηση εργασίας δέχθηκε την απόλυσή μου τον Ιούλιο του 2001. Εν μέσω καλοκαιριού φυσικά, την πιο δύσκολη περίοδο για να στρατολογήσεις κάποιο κοινωνικό κίνημα. Οι λόγοι της απόλυσης είχαν αλλάξει: υπέρβαση των ωρών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και άσκηση πίεσης εναντίον ενός διανομέα της Pizza Hut για να μη μαρτυρήσει εναντίον μου. Με κατηγορούσαν πως τον είχα μπλοκάρει με τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά το πρόβλημα ήταν πως δεν είχα ούτε αυτοκίνητο ούτε άδεια οδήγησης! Ήταν έτοιμοι για όλα προκειμένου ν’ απαλλαγούν από μένα. Ένας μάνατζερ μου είπε πως μαθαίνοντας την απόφαση της επιθεώρησης άνοιξαν ακόμα και σαμπάνια στην έδρα της επιχείρησης: «Έχουμε να σας ανακοινώσουμε ένα ευχάριστο νέο: ο Αμπντέλ Μαμπρουκί δεν αποτελεί πλέον μέρος του δυναμικού της επιχείρησης!» Την πρώτη φορά παραήταν έωλα τα επιχειρήματα τους: άρνηση απόψυξης λαρδιού και εργασία με βραδύτητα. Αυτά δεν έφταναν.
Ως προστατευμένος εργαζόμενος –επειδή πάντοτε ήμουν εκπρόσωπος του προσωπικού– έκανα διοικητική προσφυγή ζητώντας από το υπουργείο εργασίας να άρει την απόφαση του επιθεωρητή του. Προετοίμασα το φάκελό μου, μάζεψα διάφορες μαρτυρίες που να αντιπαρατίθενται σ’ εκείνες της Pizza Hut. Τελικά, στα τέλη του 2001 και ενόσω διαδραματιζόταν η πιο μεγάλη απεργία στα χρονικά της ταχείας εστίασης στα McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί, το γραφείο της Ελιζαμπέτ Γκιγκού ακύρωσε την απόφαση της επιθεώρησης εργασίας, γιατί εκτίμησε πως η απόλυσή μου είχε άμεση σχέση με την εξάσκηση της εντολής εκπροσώπησης της CGT και πως επρόκειτο ακόμα για συνδικαλιστικό στιγματισμό που αποτελεί και τη μεγάλη ειδικότητα των πολυεθνικών. Η απόφαση του υπουργείου εργασίας μεσολάβησε εν μέσω της προεδρικής εκλογικής εκστρατείας του 2002. Όλως τυχαίως άραγε; Η αριστερή κυβέρνηση σίγουρα δεν ήθελε να ρίξει λάδι στη φωτιά σε μια τόσο συμβολική σύγκρουση όπως αυτή των McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί στην οποία είχα εμπλακεί. Αυτό μου αναπτέρωσε το ηθικό βλέποντας πως η διεύθυνση δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από μένα που την ενοχλούσα. Εν ολίγοις, το υπουργείο ανήγγειλε την επαναπρόσληψή μου σ’ αυτήν την υπέροχη επιχείρηση και οι άνθρωποι της διεύθυνσης ανθρωπίνων πόρων θα όφειλαν, πράγμα δύσκολο, να ξαναβουλώσουν το μπουκάλι της σαμπάνιας τους.
Επωφελήθηκα λοιπόν της νόμιμης προστασίας που παρέχεται στη Γαλλία στους συνδικαλιστές και τους εκλεγμένους του προσωπικού. Ξέρω πως σ’ άλλες χώρες όπως στις ΗΠΑ, όπου η Pizza Hut διαθέτει άλλες αλυσίδες ταχείας εστίασης, η περίπτωσή μου δε θα έφτανε το στόχο της. Θα είχα απολυθεί την επομένη της πρώτης μου απεργίας χωρίς καμία κρατική υποστήριξη. Βέβαια, αυτό συμβαίνει και στη Γαλλία. Το έβλεπα καθημερινά διότι, εκτός από το να έχω λάβει συνδικαλιστική εντολή, είμαι επίσης και «σύμβουλος του προσωπικού» στο Ω-ντε-Σαιν. Σ’ όλα τα δημαρχεία υπάρχει μια λίστα με συνδικαλιστές τους οποίους μπορεί κανείς να συμβουλευτεί όταν είναι σε μια επιχείρηση όπου δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πήρα την εντολή από τη νομαρχία να συμβουλεύω τους εργαζόμενους κατά τη συζήτηση που προηγείται της διαδικασίας απόλυσης. Η μαρτυρία μου χρησιμοποιείται έπειτα, όταν οι δυο πλευρές βρίσκονται ενώπιον των μελών του εργατοδικείου. Είναι απίστευτο να βλέπεις μέχρι ποιου βαθμού οι εργαζόμενοι φοβούνται τ’ αφεντικό τους. Είναι όμως πικρό να βοηθάς εργαζόμενους, οι οποίοι, όποιο και να είναι το λάθος τους, πηγαίνουν τις περισσότερες φορές στο σφαγείο. Έτσι δε χρησιμεύω και σε τίποτα το σπουδαίο και μ’ εξοργίζει να βλέπω ορισμένες φορές εργαζόμενους να απολύονται χωρίς πραγματική αιτία. Μόνο και μόνο επειδή ο εργοδότης αποφάσισε να τους διώξει.
Μετά την απόφαση του γραφείου της Γκιγκού είχα περιθώριο δυο μηνών να πάρω τις αποφάσεις μου: να μείνω στην Pizza Hut ή να τραβήξω μια μονοκοντυλιά στα οχτώ τόσο επώδυνα χρόνια. Προτίμησα να μείνω στο κάτεργο. Έστειλα ένα γράμμα και ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων –που τον φανταζόμουν να καταριέται το δικαίωμα στην εργασία και την ίδια την κυβέρνηση– μου απάντησε ότι μπορώ να ξαναναλάβω το πόστο πολυειδικευμένου εργαζομένου στο κατάστημα διανομής του Λεβαλουά. Ήταν στις αρχές του 2002 και ήμουν επικεντρωμένος στη σύγκρουση του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί. Μετά από τόσες εβδομάδες αγώνα 24 ώρες το 24ωρο, η επιστροφή στην πραγματικότητα της Pizza Hut ήταν πολύ δύσκολη. Μ’ έκανε στην κυριολεξία να σπάσω. Αδύνατο να ξαναπιάσω δουλειά μετά από διακοπή τόσων μηνών. Για να είμαι ειλικρινής δε δουλεύω πλέον πολύ στο πόστο μου αλλά, το μέγιστο αριθμό ωρών που μου επιτρέπεται, ασχολούμαι με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση δηλαδή γύρω στις 86 ώρες το μήνα κι έχω δικαίωμα για 43 ώρες εκπροσώπησης. Η συνδικαλιστική μου δέσμευση είναι εκείνη που μου επιτρέπει ν’ αντιστέκομαι. Δεν ξέρω όμως μέχρι πότε.
Προφανώς, δεν αποφάσισα να μείνω στην Pizza Hut από ευχαρίστηση ή για να κάνω καριέρα (!), αλλά επειδή έχω την αίσθηση πως είμαι το μικρό χαλίκι στο παπούτσι τους, εκείνος από τον οποίον πρέπει οπωσδήποτε ν’ απαλλαγούν. Μόλις ξεπέρασα την τελευταία διαδικασία που η Pizza Hut ξεκίνησε εναντίον μου επιτιθέμενη για δημόσια δυσφήμηση. Είχα συντάξει μια προκήρυξη τον Ιούνιο του 2001 (βρισκόμενος γι’ ακόμα μια φορά σε διαδικασία απόλυσης) σχετικά με το θάνατο από ατύχημα ενός διανομέα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του. Στις 21 Οκτωβρίου του 2001, το εφετείο του Παρισιού έκρινε τη συνέχεια των δεδικασμένων, τη μήνυση που είχε κατατεθεί τρεις μήνες μετά από τα γεγονότα για τα οποία κατηγορούμουν. Ο δικαστής αποφάνθηκε πως η δυσφήμηση δεν ήταν «δημόσια» εφόσον η προκήρυξη απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στους εργαζόμενους της επιχείρησης.
Αν είχα κάνει του κεφαλιού μου, θα αποδεχόμουν την πρώτη μου απόλυση και θα έβρισκα χωρίς αμφιβολία κάτι άλλο. Τα πράγματα όμως είναι πιο περίπλοκα. Το να καταφέρεις να εγκαταστήσεις τη CGT σε μια επιχείρηση όπως η Pizza Hut σου δημιουργεί και την ανάγκη να μείνεις. Ακόμα και αν σε τελική ανάλυση έπρεπε ν’ απολυθώ. Προς το παρόν συνεχίζω. Δεν έχω σπουδαία πράγματα να χάσω. Ο διευθυντής ανθρώπινων πόρων, που θέλησε δυο φορές να μ’ απολύσει, παραιτήθηκε από την επιχείρηση πριν από μένα, τον Ιούνιο του 2003. Προς το παρόν μ’ έχουν αφήσει σχετικά ήσυχο. Ακόμα κι όταν κάναμε απεργία 29 ημερών στο εστιατόριο του Μπον-Νουβέλ το Φεβρουάριο του 2003! Ενάντια σε κάθε προσδοκία δεν ξεκίνησαν μια τρίτη διαδικασία απόλυσης εναντίον μου! Αυτό το καταλαβαίνω. Ο υπουργός με δικαίωσε δυο φορές. Το δικό μου μοναδικό παράδειγμα αποδεικνύει πως η Pizza Hut δε γνωρίζει ακόμα όλες τις πρακτικές του επαγγελματικού κόσμου, όλες τις πονηριές του εργατικού κώδικα και του συνδικαλιστικού δικαίου.
Άλλωστε, αν χρειαζόταν μια επιπλέον απόδειξη θα έπρεπε να μιλήσω για τους πολλαπλούς χειρισμούς των οποίων δέχτηκα τον απόηχο. Η «Vrai Journal» του Καρλ Ζερό πρόβαλε για παράδειγμα τη μαρτυρία ενός συνδικαλιστή που έλαβε 100.000 φράγκα ως αποζημίωση για την άμεση αποχώρησή του. Γνωρίζω έναν άλλο εκλεγμένο στο συνδικάτο της Συνομοσπονδίας Γάλλων Χριστιανών Εργατών (CFTC) που διαπραγματεύτηκε την αποχώρησή του για 300.000 φράγκα. Ένα άλλο παράδειγμα: κατά τη διάρκεια της μακράς απεργίας στα McDonald’s του Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων κάλεσε τους εργαζόμενους σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες. Ήταν μια Παρασκευή βράδυ εν μέσω της σύγκρουσης, ενώ επίσημα αρνούνταν να μιλήσει σ’ «αλήτες» και «κλέφτες» όπως εμείς. Οι εργαζόμενοι έφυγαν από τη συνέντευξη ολίγον τι άναυδοι. Μου είπαν πως ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων τους είχε προτείνει ευνοϊκές συνθήκες αποχώρησης, χρήματα ακόμα και σπίτι. Ευτυχώς ορισμένοι εργαζόμενοι δε θέλησαν να την πατήσουν. Την επόμενη Δευτέρα οργανώσαμε μια συνέντευξη τύπου και ένας από τους πέντε εργαζόμενους επιβεβαίωσε μπροστά στους δημοσιογράφους πως δέχθηκε «εκβιασμούς». Κι εγώ ο ίδιος άλλωστε είχα δεχτεί πιέσεις. Μου υπέδειξαν να «διαπραγματευτώ» την αποχώρησή μου. Φυσικά όχι ευθέως γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την εικόνα της επιχείρησης. Ένας εκπρόσωπος της CFDT με κάλεσε κατ’ ιδίαν για να συζητήσουμε: «Αν θες να φύγεις αξίζεις περίπου 100.000 φράγκα». Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο.